Τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος του παρέδωσε την Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2022 – 2023, δέχθηκε την Παρασκευή στο γραφείο του ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Τασούλας.
Ο κ. Τασούλας, αφού ευχαρίστησε τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος για την έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2022-2023, είπε ότι θα τη διαβιβάσει στην υπό συγκρότηση Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της νέας Βουλής, η οποία και θα καλέσει τον διοικητή για να συζητηθεί αυτό το σημαντικό κείμενο. Ο πρόεδρος της Βουλής παρατήρησε ότι οι εκθέσεις τις οποίες υποβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος, επί διοικήσεως Στουρνάρα, παραπέμπουν, ποιητική αδεία, στην παραίνεση προς τον Ιούλιο Καίσαρα να λάβει υπόψη του «τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου» λίγο πριν μπει στη Σύγκλητο. Όπως ανέφερε ο κ. Τασούλας, «οι εκθέσεις της Τραπέζης της Ελλάδος, είναι σοβαρά γραφόμενα που πρέπει όλοι οι παράγοντες του δημόσιου βίου να τις λαμβάνουν υπόψιν ώστε να διευκολυνόμαστε στην χάραξη των πολιτικών μας, είτε είμαστε στην πλειοψηφία, είτε είμαστε στη μειοψηφία. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις αυτών των εκθέσεων στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για όλο το πολιτικό φάσμα».
Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, παραδίδοντας την έκθεση, δήλωσε: «Είναι σημαντικό ότι υπάρχει καθαρός ορίζοντας πολιτικός, ισχυρή κυβέρνηση με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που μπορεί να εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα για την Οικονομία. Το μήνυμα της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αισιόδοξο. Προβλέπει φέτος ανάπτυξη και του χρόνου και του παραχρόνου πολύ υψηλότερη από των εταίρων μας στην Ευρώπη, συγκεκριμένα 2,2% φέτος, 3% του χρόνου, 2,7% του παραχρόνου. Επίσης, μεταφέρει ότι τα σημαντικά προβλήματα είναι πια πίσω μας και ότι έχουμε λαμβάνειν και σημαντικούς πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα μας διευκολύνουν στις επενδύσεις. Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι το διεθνές περιβάλλον είναι γεμάτο με αβεβαιότητες και δεν πρέπει να μας παρασύρει η αίσθηση του άτρωτου. Υπάρχουν κίνδυνοι, έχουμε ακόμα σημαντικά προβλήματα και στρεβλώσεις τα οποία περιορίζουν τις δυνατότητές μας να παράγουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Βλέπετε μόλις αρχίσαμε να αναπτυσσόμαστε γρηγορότερα από τους εταίρους μας εμφανίστηκε μεγάλο άνοιγμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή οι εισαγωγές ξεπέρασαν κατά πολύ τις εξαγωγές. Τι πρέπει να γίνει; Η Τράπεζα της Ελλάδος κυρίως εστιάζεται σε δύο κατευθύνσεις:
Η πρώτη κατεύθυνση λέει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε άμεσα τις στρεβλώσεις αυτές, δηλαδή να κάνουμε μεταρρυθμίσεις προκειμένου να διευρύνουμε τις δυνατότητές μας να παράγουμε ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες που μπορούν είτε να εξάγονται, είτε να υποκαθιστούν εισαγωγές. Ξεχωρίζω τις εξής μεταρρυθμίσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε: πρώτον, καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη, δεύτερον γραφειοκρατία στο Δημόσιο, όπως είναι οι άδειες. το Κτηματολόγιο κ.λπ., τρίτον τις ανισορροπίες στην αγορά εργασίας, δεξιότητες, έλλειψη εργατικών χεριών, μικρή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, τέταρτον την έλλειψη διασύνδεσης της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγή που θα οδηγήσει σε καινοτομίες, πέμπτον την αρκετά μεγάλη φοροδιαφυγή και έκτον τις ατελείς υποδομές και τα δίκτυα.
Η δεύτερη κατεύθυνση που θέλει να τονίσει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση αυτή, είναι ότι απαιτείται από τώρα και στο εξής πολύ συνετή δημοσιονομική πολιτική. Απαιτείται να δημιουργήσουμε μόνιμα και ουσιαστικά πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή μαξιλάρια ασφαλείας για το μέλλον και φέρνουμε ως παράδειγμα την Ιρλανδία όπου έφτιαξε ειδικά αποθεματικά από τα έκτακτα έσοδα, αυτά δηλαδή που ονομάζουμε ουρανοκατέβατα έσοδα. Και εδώ θα ήθελα να θυμίσω τον Αβραάμ Λίνκολν, ο οποίος είχε πει ότι «τη στέγη του σπιτιού σου τη φτιάχνεις όταν ο καιρός είναι καλός». Άρα λοιπόν τώρα που έχουμε δυνατότητα, πρέπει να δημιουργήσουμε μαξιλάρια ασφαλείας για το μέλλον. Επίσης αποταμιεύουμε λίγο ως χώρα, αν συγκρίνετε τον αριθμό αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ της Ελλάδας με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Πρέπει να αυξήσουμε τις εθνικές αποταμιεύσεις, τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα. Με άλλα λόγια καταναλώνουμε ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό του εθνικού προϊόντος από ό,τι οι εταίροι μας στην ευρωζώνη. Για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα υψηλό και επιθυμητό ποσοστό επενδύσεων, το οποίο απαιτείται ούτως ώστε να συγκλίνει το βιοτικό μας επίπεδο με αυτό των υπόλοιπων εταίρων μας, πρέπει να αποταμιεύσουμε περισσότερο. Δεν αρκούν οι πόροι που θα έρθουν από το εξωτερικό. Στόχος, και το έχουμε βάλει και ως τίτλο στην Έκθεση, είναι η πραγματική σύγκλιση χωρίς μακροοικονομικές ανισορροπίες. Θα είναι σημαντικές οι προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης την επόμενη εβδομάδα, τις περιμένει βεβαίως και ο ελληνικός λαός, αλλά και η διεθνής επενδυτική κοινότητα. Ο άμεσος στόχος μας πρέπει να είναι η απόκτηση, το συντομότερο δυνατό, της επενδυτικής βαθμίδας».