Με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου θα βρεθεί αντιμέτωπη με τουλάχιστον 4+1 κρίσιμα μέτωπα στην οικονομία. Για αρκετά από αυτά δεν θα υπάρχει περίοδος χάριτος για το νέο οικονομικό επιτελείο. Ζητήματα όπως το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2024 αλλά και η υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασηςτων 5 δισ. ευρώ για το REPowerEU θα πρέπει να κλείσουν ήδη το πρώτο τρίμηνο της νέας διακυβέρνησης.
Σε εθνικό στόχο έχει αναδειχθεί και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αν και όπως έχουν σημειώσει επανειλημμένως το τελευταίο χρονικό διάστημα αρμόδιοι παράγοντες, εδώ και αρκετό διάστημα η Ελλάδα έχει επιτύχει την επενδυτική βαθμίδα σε όρους αγοράς. Η μείωση της απόδοσης και του spread των ελληνικών ομολόγων καταδεικνύει ότι οι ελληνικοί τίτλοι σύντομα θα καταφέρουν να μπουν στο ραντάρ μεγάλων θεσμικών επενδυτών.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας
Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει ο νέος υπουργός Οικονομικών είναι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες στην ευρωζώνη. Η Κομισιόν κατέθεσε τις νομοθετικές τις προτάσεις για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας στα τέλη Απριλίου, αν και μέχρι τώρα οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. βρίσκονται στο στάδιο ανταλλαγής απόψεων. Σύμφωνα με αυτές τις προτάσεις, οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι το χρέος θα μειωθεί σε διάστημα 4 ετών και θα παραμείνει σε πτωτική τροχιά για μια δεκαετία μετά, χωρίς πρόσθετα βήματα.
Η πρόταση δεν θέτει αριθμητικό στόχο για το πόσο θα μειωθεί το χρέος και προϋποθέτει ξεχωριστή διαπραγμάτευση με κάθε κράτος-μέλος. Η μείωση του χρέους θα είναι το αποτέλεσμα ενός τετραετούς σχεδίου μεταρρυθμίσεων, επενδύσεων και δημοσιονομικών μέτρων, που θα συμφωνούνται χωριστά από την Επιτροπή με την κάθε κυβέρνηση και θα στοχεύουν τις ετήσιες καθαρές δαπάνες ως βασικό λειτουργικό δείκτη. Οι χώρες θα μπορούσαν να έχουν περισσότερο χρόνο για να μειώσουν το χρέος, για παράδειγμα 7 χρόνια, εάν εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, τονώνουν την ανάπτυξη ή επενδύσουν σε τομείς που αποτελούν προτεραιότητες της Ε.Ε., όπως η μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία, τα κοινωνικά δικαιώματα ή στην ασφάλεια και την άμυνα.
Όσον αφορά το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, όπως και στους ισχύοντες κανόνες, θα πρέπει να παραμείνει κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Εάν είναι πάνω από αυτό το ανώτατο όριο, θα πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι να βρεθεί κάτω από το όριο. Η μείωση του ελλείμματος, όπως ακριβώς και η μείωση του χρέους, θα πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της τετραετίας και τα μέτρα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξή της θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το έλλειμμα παραμένει κάτω από το 3% για 10 χρόνια στη συνέχεια χωρίς πρόσθετα βήματα.
Σύμφωνα με παράγοντες που παρακολουθούν τις εξελίξεις η συζήτηση αναμένεται να ξεκινήσει ουσιαστικά το Φθινόπωρο. Ήδη η Γερμανία μαζί με 10 ακόμα χώρες του Βορρά, έχουν εκφράσει ανοιχτά ότι θέλουν οι υπερχρεωμένες χώρες να αναλάβουν μεγαλύτερες υποχρεώσεις σε ό,τι αφορά την ετήσια μείωση του χρέους τους. Από την αντίθετη πλευρά, η Γαλλία, η Ιταλία κι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου τάσσονται υπέρ ενός περισσότερο ελαστικού πλαισίου δημοσιονομικών κανόνων.
Η νέα κυβέρνηση, θα πρέπει να δημιουργήσει συμμαχίες ώστε να μην περάσει το σχέδιο των χωρών του Βορρά και κυρίως της Γερμανίας, οι οποίες αξιώνουν σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής με εισαγωγή ποσοτικών κριτηρίων που θα ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη. Ωστόσο όλοι αναγνωρίζουν ότι η επιστροφή στο παλιό Σύμφωνο Σταθερότητας θα ήταν αποτυχία, γιατί δεν λειτουργεί και δεν είναι αποτελεσματικό.
Οι δύο προϋπολογισμοί
Ένα από τα πρώτα ζητήματα με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπο το νέο οικονομικό επιτελείο θα είναι η διασφάλιση της ομαλής εκτέλεσης του φετινού κρατικού προϋπολογισμού αλλά και να ξεκινήσει να προετοιμάζει το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2024, που θα πρέπει να κατατεθεί στην Βουλή την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου.
Και επειδή αναφερθήκαμε στην ομαλή πορεία του τρέχοντος προϋπολογισμού, είναι χαρακτηριστικό ότι το α΄ πεντάμηνο συνεχίστηκε η καταγραφή υπέρβασης στα φορολογικά έσοδα δίνοντας περαιτέρω ώθηση στο πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο ανήλθε στα 2,29 δις. ευρώ. Στις προκλήσεις για το επόμενο χρονικό διάστημα περιλαμβάνονται ο εξορθολογισμός των δαπανών για παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες την ώρα που, με εντολή των Βρυξελλών, τελειώνουν τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους. Καθοριστικός παράγοντας για την πορεία των εσόδων αποτελούν τα έσοδα από τον τουρισμό, τις εξαγωγές αλλά και την κατανάλωση.
Όσον αφορά τον προϋπολογισμό του 2024, οπότε και απενεργοποιείται η ρήτρα διαφυγής, ήδη όπως αποτυπωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που έστειλε η χώρα μας στην Κομισιόν στα τέλη Απριλίου, προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί περαιτέρω στο 2% του ΑΕΠ. Την ίδια ώρα, οι Βρυξέλλες έχουν θέσει πλαφόν στην αύξηση των δαπανών για το επόμενο έτος στο 2,6%, που αντιστοιχεί σε ποσό ύψους περίπου 2,5 δισ. ευρώ.
H αναθεώρηση του Σχεδίου Ανάκαμψης
Η εφαρμογή του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, μέχρι τώρα, κινείται με ιδιαίτερα ικανοποιητικούς ρυθμούς, δεδομένου μάλιστα ότι η Ελλάδα είναι η τρίτη κατά σειρά χώρα που έχει υποβάλλει αίτημα για την καταβολή της 3η δόσης. Παρόλα αυτά η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, θα πρέπει τόσο φέτος όσο και το 2024 να «κλείσει» μία σειρά από έργα-ορόσημα τα οποία σχετίζονται με τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, των σιδηροδρόμων, της ψηφιοποίησης σε διάφορους τομείς αλλά και τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης.
Όπως έχει επισημανθεί από την Κομισιόν, η υλοποίηση του Σχεδίου φθάνει πλέον σε μια φάση που θα βασίζεται στις περιφερειακές και τοπικές διοικήσεις των οποίων η διοικητική και εκτελεστική ικανότητα είναι γενικά αδύναμη.
Όσον αφορά την αναθεώρηση του «Ελλάδα 2.0», αυτό αναμένεται να συμβεί έως το τέλος του έτους, για να συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων, πρόσθετες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στο πλαίσιο του REPowerEU. Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη Μαρτίου η Ελλάδα κοινοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να ζητήσει πρόσθετο δάνειο 5 δις. ευρώ, με στόχο το συνολικό ποσό των δανείων που θα λάβει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης να αυξηθεί στα 17,7 δισ. ευρώ.