Η πολυσυζητημένη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» και η αλλαγή της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών είναι από τις πρώτες επιδιώξεις της επόμενης κυβέρνησης, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και ο ΟΟΣΑ έχουν συστήσει στην Ελλάδα να λάβει μέτρα για να αυξηθεί η φορολογητέα ύλη, ώστε να επιτευχθούν ταυτόχρονα πολλοί στόχοι: Να εξασφαλιστεί η παραγωγή υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, κάτι που θα είναι και το ζητούμενο από το 2024 και μετά στο πλαίσιο εφαρμογής του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, να αρχίσει να αποκαθίσταται η σχέση των έμμεσων με τους άμεσους φόρους η οποία έχει φτάσει στη χειρότερη αναλογία των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και να υπάρξει περισσότερη δικαιοσύνη στην κατανομή των κοινωνικών επιδομάτων, ειδικά αυτών που διανέμονται με μοναδικό κριτήριο το ύψος του εισοδήματος όπως αυτό αποτυπώνεται στην ετήσια φορολογική δήλωση. Στο επίκεντρο θα βρεθεί η περαιτέρω αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών -είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ανέβηκαν οι εισπράξεις του ΦΠΑ αλλά και ο δηλωθείς τζίρος πολλών επαγγελματιών-, η επανεξέταση του πλαισίου παροχής κινήτρων για τις ηλεκτρονικές πληρωμές, αλλά και η αυστηροποίηση του πλαισίου των λεγόμενων «επαγγελματικών δαπανών» που επικαλούνται αυτοαπασχολούμενοι και επαγγελματίες με στόχο να περιορίσουν τα φορολογητέα τους κέρδη, άρα και τον φόρο.
Να αυξηθούν τα δηλωθέντα κέρδη
Με «όπλο» την καθολική εφαρμογή του συστήματος Mydata αλλά και τη δρομολογημένη σύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα συστήματα POS, η βασική επιδίωξη θα είναι, εκτός από τα δηλωθέντα έσοδα, να αυξηθούν και τα δηλωθέντα κέρδη. Σε επίπεδο φορολογικών συντελεστών, τουλάχιστον για τους εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους αναμένεται ότι θα υπάρξουν νέες ελαφρύνσεις, καθώς η εξαγγελία για την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος έχει ενσωματωθεί στα προεκλογικά προγράμματα και των δύο μεγάλων κομμάτων. Το τέλος επιτηδεύματος μεταφράζεται σήμερα σε ετήσια επιβάρυνση της τάξεως των 650 ευρώ. Δεδομένου ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι αυτοαπασχολούμενοι δηλώνουν φορολογητέα κέρδη που δεν ξεπερνούν τα 10.000 ευρώ, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος μπορεί να ισοδυναμεί με μείωση της ετήσιας επιβάρυνσης ακόμη και άνω του 40%.
Διεύρυνση της φορολογικής βάσης μπορεί να επιτευχθεί είτε με παροχή κινήτρων στους πολίτες, ώστε να περιορίσουν τις μαύρες συναλλαγές, είτε με ένα αυστηρότερο πλαίσιο «έξυπνων» φορολογικών ελέγχων, οι οποίοι θα εστιαστούν σε περιπτώσεις αυτοαπασχολούμενων ή επιχειρήσεων που δηλώνουν εξόφθαλμα χαμηλά εισοδήματα για τα δεδομένα ή του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται ή και συνολικά για τα δεδομένα της οικονομίας.
Διεύρυνση της φορολογικής βάσης
Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών φέρνει μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς φορολογούμενοι που έχουν τη δυνατότητα να «πειράξουν» το τελικό αποτέλεσμα του δηλωθέντος εισοδήματος (και αυτοί είναι κατά κύριο λόγο οι αυτοαπασχολούμενοι αλλά και οι επιχειρήσεις) αποκτούν πολύ ισχυρό κίνητρο όταν οι φορολογικοί συντελεστές. Η πολυσυζητημένη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» και η αλλαγή της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών είναι από τις πρώτες επιδιώξεις της επόμενης κυβέρνησης, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου. κινούνται σε υψηλά επίπεδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύνδεση -το 2016-2017- του φορολογητέου εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων με τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών. Μέσα σε μια-δυο χρήσεις, τα φορολογητέα κέρδη μειώθηκαν από τα 5 δισ. ευρώ στα 3,5 δισ. ευρώ. Τα τελευταία αναλυτικά διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι και στη χρήση του 2020 (φορολογικές δηλώσεις 2021) τα ετήσια φορολογητέα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων δεν ξεπέρασαν τα 3,5 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί όχι μόνο η «αποσύνδεση» των ασφαλιστικών εισφορών από το φορολογητέο εισόδημα αλλά και η θέσπιση του κατώτατου συντελεστή του 9% που έφερε σημαντικές ελαφρύνσεις στη μεγάλη πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων (φορολογητέα κέρδη έως 10.000 ευρώ δηλώνουν περίπου οι 7 στους 10). Μένει πλέον να ανακοινωθούν τα στοιχεία των περσινών φορολογικών δηλώσεων και -κυρίως- των φετινών για να φανεί αν οι φορολογούμενοι της συγκεκριμένης επαγγελματικής ομάδας εξακολουθούν να κρατούν χαμηλά τα εισοδήματά τους ή αν η «πίεση» που τους ασκείται μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά και η αύξηση συνολικά της οικονομικής δραστηριότητας, όπως και των τιμών (κάτι που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα έσοδα), έχει σημαντικό αντίκτυπο και στα φορολογητέα κέρδη.
Σε ό,τι αφορά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, η αύξηση που έχει καταγραφεί -πλέον σε ετήσια βάση οι ηλεκτρονικές συναλλαγές υπερβαίνουν τα 60 δισ. ευρώ- αποδίδεται περισσότερο στην αλλαγή συνήθειας των φορολογούμενων και λιγότερο στα φορολογικά μέτρα που έχουν ληφθεί (έξτρα φόρος για όσους δεν κάνουν ηλεκτρονικές πληρωμές που να αντιστοιχούν έως και το 30% του εισοδήματος, αλλά και φορολογική έκπτωση για όσους κάνουν ηλεκτρονικές συναλλαγές σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες). Ειδικά για τις φορολογικές εκπτώσεις, εκτός του ότι το φορολογικό κίνητρο είναι πολύ χαμηλό για τη μεγάλη πλειονότητα των φορολογουμένων, το μέτρο παραμένει ακόμη άγνωστο με αποτέλεσμα να μη γίνεται και σωστή αποτύπωση στις φετινές φορολογικές δηλώσεις, είτε με υπαιτιότητα των φορολογουμένων είτε με υπαιτιότητα των μηχανογραφικών συστημάτων που εμφανίζουν μέχρι και λάθος… ΚΑΔ στις αποδείξεις.
Τεχνικές αλλαγές
Με αυτά τα δεδομένα, οι αλλαγές που αναμένεται να προχωρήσουν αμέσως μετά τις εκλογές θα είναι μεν τεχνικού χαρακτήρα, όμως μπορεί να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα όσον αφορά το ύψος της φορολογητέας ύλης. Συγκεκριμένα:
1.Η επανεξέταση του πλαισίου των επαγγελματικών δαπανών που αναγνωρίζεται ότι εκπίπτουν από τα φορολογητέα έσοδα. Έχει διαπιστωθεί ότι οι περισσότεροι επαγγελματίες εμφανίζονται να λειτουργούν με πολύ χαμηλό περιθώριο κέρδους. Όταν το άθροισμα των αυτοαπασχολούμενων έχουν τζίρο άνω των 40 δισ. ευρώ και δηλώνουν φορολογητέα κέρδη κάτω των 4 δισ. ευρώ, είναι προφανές ότι σε πολλές επαγγελματικές κατηγορίες γίνεται κατάχρηση δαπανών, καθώς ειδικά στην παροχή υπηρεσίας δεν είναι λογικό ένα περιθώριο κέρδους της τάξεως του 8%-10%. Η επανεξέταση αφορά τόσο το πλαίσιο των κινήτρων (ώστε να γίνει πιο ισχυρή η ζήτηση για ηλεκτρονικές πληρωμές), όσο και το πλαίσιο της αναγνώρισης των επαγγελματικών δαπανών.
2.Η επιτάχυνση των διαδικασιών για την υποχρεωτική ηλεκτρονική έκδοση όλων των τιμολογίων και τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών. Το βασικό βήμα θα είναι η ενεργοποίηση των προστίμων στους παραβάτες.
3.Η θέσπιση πλαισίου ηλεκτρονικών στοχευμένων φορολογικών ελέγχων, ώστε το βάρος να πέσει σε αυτούς που εμφανίζουν πολύ υψηλά έσοδα και πολύ χαμηλά κέρδη. Η τεχνητή νοημοσύνη θα βοηθήσει ώστε οι ελεγκτές να εντοπίζουν πολύ γρήγορα ελεγκτικούς στόχους χωρίς να απαιτείται καν επίσκεψη στην έδρα του επαγγελματία.
4.Η οριστικοποίηση του φορολογικού πλαισίου. Δύο βασικές αλλαγές θα δρομολογηθούν για το επόμενο χρονικό διάστημα. Η πρώτη αφορά την περαιτέρω αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών (η σύνδεση των εισφορών με τον πληθωρισμό είναι νομοθετημένη οπότε από 1/1/2024 θα έχουμε αναπροσαρμογή με ένα ποσοστό της τάξεως του 3,5%-4%) και η σταδιακή μείωση του τέλους επιτηδεύματος με τελικό στόχο την κατάργησή του. Το πιθανότερο είναι ότι η πρώτη μείωση θα γίνει από το 2025.
Νομικά πρόσωπα
Εντυπωσιακά είναι και στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν από τις δηλώσεις που υποβάλλουν τα νομικά πρόσωπα. Φορολογική δήλωση υποβάλλουν στην Ελλάδα περίπου 300.000 νομικά πρόσωπα τα οποία δηλώνουν κέρδη της τάξεως των 14-15 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση (για τη χρήση του 2021 και του 2022 αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερα). Όμως, από τα 300.000 νομικά πρόσωπα:
1. Τα 126.000 (δηλαδή τα 42 στα 100) είναι ζημιογόνα
2. Τα 116.000 είτε υποβάλλουν μηδενική δήλωση, είτε δηλώνουν κέρδη έως και 15.000 ευρώ που σημαίνει λιγότερα από 1.200 ευρώ τον μήνα.
Αυτές οι δύο ομάδες επιχειρήσεων, που αντιπροσωπεύουν το 80% του συνόλου των ΙΚΕ, Α.Ε. και ΕΠΕ που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, εμφανίζονται να «τζιράρουν» 100 δισ. ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 50% του ΑΕΠ), αλλά να παράγουν κέρδη μόλις 227 εκατ. ευρώ. Η συμβολή τους στα συνολικά φορολογικά βάρη είναι μόλις 60 εκατ. ευρώ.
Μελέτη από το ΙΟΒΕ
Ήδη, από τον Νοέμβριο του 2022, το υπουργείο Οικονομικών ανέθεσε στο ΙΟΒΕ την εκπόνηση μελέτης σχετικά με αλλαγές στη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων.
Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΥΠΟΙΚ, η μελέτη θα περιλαμβάνει:
- Περιγραφική ανάλυση του θεσμού των αυτοαπασχολούμενων στην ελληνική οικονομία.
- Ανάλυση της δομής, των συντελεστών και των εσόδων από φόρους σε αυτοαπασχολούμενους (όπως τέλος επιτηδεύματος, φόρος εισοδήματος, προκαταβολή φόρου, διάφορες φοροαπαλλαγές) στην Ελλάδα.
- Ανάδειξη διεθνών πρακτικών φορολογίας αυτοαπασχολούμενων.
- Προτάσεις για αναμόρφωση του πλαισίου φορολόγησης των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα, με στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης – εκτίμηση αναμενόμενων εσόδων από ενδεικτικά σενάρια μέτρων.
Τι καταδεικνύουν οι δηλώσεις των επαγγελματιών
Εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα εμφανίζονται συνολικά σε περίπου 340.000 φορολογικές δηλώσεις, δηλαδή περίπου στο 5% του συνόλου. Στον αριθμό αυτό βέβαια δεν περιλαμβάνονται οι έχοντες εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, που είναι επιπλέον 490.000.
Συνολικά, οι αυτοαπασχολούμενοι εμφανίζουν (με βάση τις φορολογικές δηλώσεις του 2021, για τις οποίες η ΑΑΔΕ έχει δώσει αναλυτικά στοιχεία) αθροιστικό εισόδημα μόλις 3,5 δισ. ευρώ. Δηλαδή στην Ελλάδα το μέσο εισόδημα από μισθό ή σύνταξη (περίπου 4,8 εκατομμύρια μισθωτοί ή συνταξιούχοι μοιράζονται πάνω από 61 δισ. ευρώ) είναι περίπου 25% μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των αυτοαπασχολούμενων: Στα 12.800 ευρώ είναι το μέσο εισόδημα από μισθό ή σύνταξη και στα 10.340 ευρώ το μέσο εισόδημα από την αυτοαπασχόληση. Αυτό βέβαια που προκαλεί εντύπωση δεν είναι το μέσο εισόδημα, αλλά το πώς γίνεται η κατανομή των εισοδημάτων μεταξύ των αυτοαπασχολουμένων. Έτσι:
- Φορολογητέα κέρδη έως και 5.000 ευρώ δηλώνουν 174.000 φορολογούμενοι, δηλαδή πάνω από το 51%. Τα δηλωθέντα κέρδη τους όμως είναι μόλις 300 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 8,5% του συνόλου. Αν γίνει η διαίρεση, προκύπτει ότι πάνω από τους μισούς αυτοαπασχολούμενους δηλώνουν φορολογητέο εισόδημα έως 1.700 ευρώ σε ετήσια βάση για να πληρώσουν φόρο 153 ευρώ, δεδομένου ότι ο κατώτατος συντελεστής για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ έχει μειωθεί στο 9%.
- Στο τμήμα του εισοδήματος από τα 5.001 έως τα 10.000 ευρώ εντοπίζονται επιπλέον 17,9% των αυτοαπασχολούμενων, με άθροισμα εισοδήματος 443 εκατ. ευρώ. Επειδή πρόκειται για περίπου 61.000 φορολογούμενους, το μέσο ατομικό δηλωθέν εισόδημα είναι 7.300 ευρώ περίπου και ο φόρος εισοδήματος που προκύπτει 656 ευρώ. Άρα, γι’ αυτή την κατηγορία φορολογούμενων η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θα σημαίνει μείωση του συνολικού φόρου κατά 50% (από 1.300 ευρώ στα 650 ευρώ).
- Όσο ανεβαίνει το δηλωθέν εισόδημα, τόσο περιορίζεται ο αριθμός των φορολογουμένων.
Έτσι, στην κατηγορία από 10.001 ευρώ έως 20.000 ευρώ εντοπίζονται 56.000 φορολογούμενοι. Από 20.001 έως 50.000 ευρώ περίπου 40.000 φορολογούμενοι και από 50.001 ευρώ και πάνω μόλις 9.000 φορολογούμενοι. Είναι ενδεικτικό ότι το ποσό των 100.000 ευρώ το ξεπερνούν μόλις 1.850 φορολογούμενοι (δηλαδή το 0,55% του συνόλου των αυτοαπασχολούμενων), οι οποίοι όμως δηλώνουν αθροιστικά 296 εκατ. ευρώ εισόδημα, ποσό που αντιστοιχεί στο 8,5% του συνόλου. Το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος (περίπου το 34% ή περίπου 1,2 δισ. ευρώ) δηλώνεται από 40.000 φορολογούμενους οι οποίοι έχουν δηλωθέν εισόδημα από 20.001 έως και 50.000 ευρώ. Το μέσο δηλωθέν εισόδημα διαμορφώνεται στα 30.000 ευρώ, ενώ αυτή η κατηγορία επαγγελματιών καταλήγει να φορολογείται ακόμη και με τον ανώτατο συντελεστή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος ο οποίος είναι 44% και ενεργοποιείται για το τμήμα του εισοδήματος άνω των 40.000 ευρώ.