Δύο «όπλα» για να «προστατευθούν» από πράξεις της φορολογικής διοίκησης με τις οποίες δεν συμφωνούν και θεωρούν ότι οδηγούν ενδεχομένως στην άδικη επιβολή κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου κ.ά. έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογούμενοι.
Πρώτον, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) μπορεί να πετύχουν την αναστολή της καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου ποσού που προέκυψε με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την προϋπόθεση όμως ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο ποσοστό 50%.
Ταυτόχρονα όμως οι φορολογούμενοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν παράλληλα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής του καταβλητέου 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, γνωρίζοντας όμως ότι η εν λόγω αναστολή δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση.
Επισημαίνεται ότι το αίτημα αναστολής είτε συμπεριλαμβάνεται στο έγγραφο της ενδικοφανούς προσφυγής, είτε υποβάλλεται αυτοτελώς με ιδιαίτερο έγγραφο που κατατίθεται την ίδια ημέρα με την άσκηση της προσφυγής. Όσον αφορά την καταβολή μόνο του 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, προκειμένου να ανασταλεί η καταβολή του υπόλοιπου 50%, αυτή μπορεί να γίνει και μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και πάντως το αργότερο μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της προσφυγής ή, σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης, εντός 120 ημερών που προβλέπονται για την έκδοσή της. Θα πρέπει να αναφερθεί ωστόσο ότι κάθε καταβολή, οποτεδήποτε αυτή πραγματοποιείται, που αφορά το αμφισβητούμενο ποσό λόγω της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής, βαρύνεται, κατά περίπτωση, με τους αναλογούντες τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, ενώ κάθε εξοφλητική απόδειξη με την οποία καταβάλλεται ποσό που αφορά αυτοτελές πρόστιμο, το οποίο δεν είναι παρεπόμενο κύριας οφειλής, φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και δασμών υπέρ του Δημοσίου, υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου 2%, πλέον εισφοράς ΟΓΑ 20%.
Σε κάθε περίπτωση πάντως για το σε αναστολή υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου ποσού δεν λαμβάνονται μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, αν δε έχουν τυχόν ληφθεί τέτοια μέτρα πριν από την καταβολή του 50%, αυτά αναστέλλονται για το διάστημα από τον χρόνο της καταβολής και εφεξής, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή τη σιωπηρή απόρριψή της.
Με την αίτηση αναστολής υποβάλλονται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και τα αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος και απαραιτήτως υπεύθυνη δήλωση, στην οποία ο αιτών δηλώνει:
α) τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος και
β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής.
Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνονται επιπλέον και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή τού ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων αυτού κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής. Αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, δηλώνονται επιπλέον και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής, των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει ο αιτών, καθώς και των φυσικών προσώπων που σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται ατομικά για τις φορολογικές υποχρεώσεις του αιτούντος.
Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως:
- τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα (για τα οποία πρέπει επιπροσθέτως να δηλώνεται υποχρεωτικά η εκτιμώμενη αγοραία και η αντικειμενική αξία τους),
- τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα,
- τις επενδύσεις σε κινητές αξίες,
- τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς,
- τα δάνεια και τις δωρεές,
- τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013) και
- τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν, ενώ για τα ακίνητα δηλώνεται και η αντικειμενική αξία αυτών. Αίτηση αναστολής για την οποία δεν προσκομίζονται τα προαναφερθέντα στοιχεία απορρίπτεται. Για τον λόγο αυτό πρέπει ο αιτών να επιδεικνύει ιδιαίτερη επιμέλεια και σε κάθε περίπτωση να υποβάλει:
α) την υπεύθυνη δήλωση (του άρθρου 8 του ν. 1599/1986) για τα έσοδα, τα εισοδήματα και την περιουσιακή του κατάσταση με το περιεχόμενο που αναφέρεται ανωτέρω,
β) εφόσον τηρεί λογιστικά αρχεία, σύμφωνα με τα ΕΛΠ κατά τη διπλογραφική μέθοδο, να υποβάλει και τον τελευταίο ισολογισμό και το τελευταίο αναλυτικό ισοζύγιο γενικής λογιστικής του τρέχοντος έτους, καθώς και
γ) να προσκομίζει κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που κρίνει αναγκαίο για την απόδειξη της ανεπανόρθωτης βλάβης που δικαιολογεί τη χορήγηση αναστολής. Η ΔΕΔ δύναται να αναστείλει την πληρωμή του καταβλητέου 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής καταβολής εκδίδεται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ενδικοφανούς προσφυγής, ενώ εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης στη φορολογική αρχή, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Βέβαια, με την υποβολή της αιτήσεως αναστολής και μέχρι την έκδοση απόφασης επ’ αυτής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του συνόλου του αμφισβητούμενου ποσού.
Η αναστολή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της.