Τις χαμηλότερες επιδόσεις της 20ετίας κατέγραψε η νέα επιχειρηματικότητα την περίοδο 2021-2022, λόγω και της πανδημίας, η οποία επέφερε δραστικές αλλαγές στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή, μεταβάλλοντας τον τρόπο εργασίας και την κατανάλωση.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τα αποτελέσματα της Ετήσιας Έκθεσης για την Επιχειρηματικότητα 2021-2022, του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), όπου ο βασικός δείκτης του GEM, η επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, υποχώρησε για το 2021 στο 5,5% του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών (περίπου 359 χιλιάδες άτομα), από 8,6% το 2020, σε μία από τις χαμηλότερες επιδόσεις από το 2003.
Γενικά, πάντως, σε όλες τις χώρες οι δείκτες νέας επιχειρηματικότητας επιδεινώθηκαν την τριετία 2019-2021, αν και το γεγονός συνδέεται και με την ύπαρξη πολιτικών στήριξης για τις ήδη υφιστάμενες επιχειρήσεις εν μέσω πανδημικής κρίσης. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η καθιερωμένη επιχειρηματικότητα, δηλαδή επιχειρήσεις άνω των 3,5 ετών, δεν επηρεάστηκε από την κρίση και παραμένει υψηλή.
Αυτό εξηγείται και από τα μέτρα υποστήριξης των επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, καθώς η επιλεξιμότητά τους για αυτά ήταν συνάρτηση της διατήρησής τους ως «ενεργές». Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι και η υποχώρηση του ποσοστού του πληθυσμού που διέκοψε ή ανέστειλε την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2021, που διαμορφώνεται στο 1,6% (περίπου 100 χιλιάδες άτομα), επίδοση που είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη.
Ελλάδα: Πρώτη σε μείωση ειοσοδήματος νοικοκυριών
Ταυτόχρονα, το μικρό ποσοστό διακοπής επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την έστω ηπιότερη επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, υποδηλώνει τελικά μια καθαρή εισροή νέας επιχειρηματικότητας στην ελληνική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα εμφανίζει τη δυσμενέστερη επίδοση στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τη μείωση στο εισόδημα των νοικοκυριών λόγω της πανδημίας. Επιπροσθέτως, το 71,1% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δεν βλέπει νέες ευκαιρίες λόγω της πανδημίας. Ωστόσο, στα θετικά της πανδημίας μπορεί να θεωρηθεί ότι το 57,4% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει πως θα χρησιμοποιεί πλέον περισσότερες ψηφιακές τεχνολογίες για την πώληση προϊόντων και υπηρεσιών, επίδοση περίπου στον μέσο όρο των χωρών μεσαίου εισοδήματος. Επίσης, μόλις το 21% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει ότι η επιχείρησή τους μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ψηφιακές τεχνολογίες. Αυτό είναι από τα χαμηλότερα ποσοστά, καθώς σε άλλες χώρες οι αντίστοιχοι δείκτες κινούνται πάνω από 30%.
Ακόμη, αν και περιορίζεται λίγο η εξωστρέφεια, καθώς το 63,8% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων δηλώνει ότι απευθύνεται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, η επίδοση είναι καλύτερη σε σχέση με τις χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος. Μάλιστα, παρά τη μικρή επιδείνωση της «έκτασης» της εξωστρέφειας, η «ένταση» φαίνεται να βελτιώνεται, καθώς το 14% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι πάνω από το 75% των εσόδων τους προέρχεται από πελάτες εξωτερικού, έναντι 8,4% πέρυσι, επίδοση καλύτερη από πολλές χώρες στην Ευρώπη.
Χαμηλή δυναμική
Τέλος, από την έρευνα των ειδικών εμπειρογνωμόνων επιχειρηματικότητας φαίνεται να παραμένει χαμηλή η δυναμική της ελληνικής επιχειρηματικότητας, αν και καταγράφεται βελτίωση σε επιμέρους παραμέτρους της. Οι περιοχές βελτίωσης αφορούν τη διαθεσιμότητα νέων μηχανισμών χρηματοδοτικής στήριξης, αλλά και ζητήματα που σχετίζονται με τις υποδομές και τη διευκόλυνση εισόδου νεών επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να παραμένουν διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας, ενώ ανασχετική επίδραση στην έναρξη νέων εγχειρημάτων είχε και η υγειονομική κρίση.