Αντιμέτωπη με αυξανόμενες πιέσεις είναι η αγορά του λιανικού εμπορίου τροφίμων, όπως προκύπτει από έρευνα της EuroCommerce που αναλύθηκε από τη McKinsey και την οποία παρουσιάζει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς.
Πώς κινήθηκε ο κλάδος το 2022
Η έκθεση δείχνει πως ο ευρωπαϊκός τομέας λιανικής πώλησης ειδών παντοπωλείου/σούπερ μάρκετ επικεντρώθηκε, το 2022, στον πληθωρισμό και την αυξανόμενη ευαισθησία στις τιμές καταναλωτή. Αυτό οδήγησε τα περιθώρια κέρδους των καταστημάτων τροφίμων στη μεγαλύτερη πτώση τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο κύκλος εργασιών, προσαρμοσμένος στον πληθωρισμό, μειώθηκε κατά 7,1%, λόγω της εντατικοποιημένης μείωσης των συναλλαγών.
Ενώ, όμως, τα περιθώρια κέρδους μειώθηκαν, η ανάγκη για επενδύσεις στην τεχνολογία, τη βιωσιμότητα και τις δεξιότητες συνέχισε να αυξάνεται. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αύξηση των επιτοκίων, αυτό οδηγεί σε νέες προκλήσεις τις εμπορικές επιχειρήσεις λιανικής, καθώς πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους με πιο ακριβό δανειακό κεφάλαιο. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα κέρδη των «ηλεκτρονικών παντοπωλείων» που παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας παρέμειναν ισχυρά στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία που σημείωσαν ποσοστό διόρθωσης.
Οι κυρίαρχες τάσεις στο ευρωπαϊκό εμπόριο τροφίμων
Όπως προκύπτει από την έκθεση, οι Ευρωπαίοι πολίτες, ζώντας με την ίδια αβεβαιότητα και το 2023, ανταποκρίνονται στην ακρίβεια προσαρμόζοντας ανάλογα τις καταναλωτικές τους συνήθειες. Τα πορίσματα της τρίτης έκθεσης της McKinsey αναδεικνύουν τις βασικές τάσεις που διαμορφώνουν τον τομέα λιανικής πώλησης τροφίμων, τόσο σήμερα, όσο και τα επόμενα χρόνια. Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με 50 επικεφαλής μεγάλων επιχειρήσεων λιανικής πώλησης τροφίμων και σε έρευνα με περισσότερους από 12.000 καταναλωτές από εννέα ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με την έκθεση, η αυξημένη πίεση στην αγορά του λιανικού εμπορίου αναμένεται ότι θα μειώσει περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους και θα αυξήσει την ανάγκη για επιχειρηματική καινοτομία, οικονομίες κλίμακας και τις αναγκαίες επενδύσεις για την προστασία της μελλοντικής προοπτικής κάθε επιχείρησης στην Ε.Ε..
Συνοπτικά, οι βασικές τάσεις στο ευρωπαϊκό εμπόριο τροφίμων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Το 53% των καταναλωτών σχεδιάζει να εξοικονομήσει περισσότερα χρήματα στα τρόφιμα
Η συμπεριφορά των καταναλωτών το 2023 θα συνεχίσει να αντικατοπτρίζει μια προσεκτική προσέγγιση που προκύπτει από τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής αβεβαιότητας, οι οποίες παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Το 53% των καταναλωτών σχεδιάζει να εξοικονομήσει περισσότερα χρήματα στα τρόφιμα και η πόλωση μεταξύ των ομάδων υψηλότερου και χαμηλότερου εισοδήματος μειώνεται, καθώς όλα τα τμήματα γίνονται πιο ευαίσθητα στις τιμές λόγω του αυξανόμενου κόστους ζωής. Οι όγκοι λιανικής πιθανότατα θα παραμείνουν σταθεροί για το υπόλοιπο του 2023 λόγω του δύσκολου οικονομικού κλίματος.
Συνεχιζόμενες πιέσεις στο περιθώριο κέρδους
Η συνεχιζόμενη πίεση περιθωρίου κέρδους πιθανότατα θα εντείνει τον αγώνα δρόμου για οικονομίες κλίμακας. Οι τιμές των παραγωγών, οι αυξήσεις των μισθών και τα αυξανόμενα επιτόκια θα συνεχίσουν να έχουν αντίκτυπο στην κερδοφορία των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης τροφίμων. Η συνεχιζόμενη πίεση του περιθωρίου κέρδους έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ιδιωτικών ετικετών, αλλά και τις ολοένα πιο σκληρές διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές.
Ανάπτυξη του διαδικτυακού λιανικού εμπορίου
Με την πρόβλεψη μιας μέτριας μελλοντικής ανάπτυξης πωλήσεων στο διαδίκτυο, βασικός στόχος θα είναι να γίνει το διαδικτυακό λιανικό εμπόριο πιο κερδοφόρο. Τα ηλεκτρονικά καταστήματα τροφίμων αυξήθηκαν ταχύτερα το 2022 και ορισμένα έφτασαν σε κερδοφορία. Επίσης, η παράδοση γευμάτων αυξάνεται ταχύτερα μέσω των ηλεκτρονικών καταστημάτων, τόσο σε αξία, όσο και σε διείσδυση στην αγορά, το 2023.
Επενδύσεις έως 55 δισ. στην τεχνολογία έως το 2030
Βάσει της έκθεσης, η τεχνολογία και ο αυτοματισμός είναι πιθανό να επιταχυνθούν. Οι πρόσθετες απαιτούμενες επενδύσεις στην τεχνολογία υπολογίζονται από 45 έως και 55 δις ευρώ έως το 2030. Τα προηγμένα αναλυτικά στοιχεία γίνονται ζωτικής σημασίας, με δυνατότητα βελτίωσης των αποτελεσμάτων στον τομέα του μάρκετινγκ και της υποστήριξης πελατών.
Επιτάχυνση της απαλλαγής από τον άνθρακα
Όπως εκτιμάται, ο κλάδος τροφίμων θα συνεχίσει να εντείνει τις προσπάθειες για την επιτάχυνση της απαλλαγής από τον άνθρακα. Με τις μεγάλες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου στην Ευρώπη να έχουν δεσμευτεί στην πρωτοβουλία απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, ο ρυθμός του δείκτη Science Based Targets (SBTi) αυξήθηκε από 56 σε 110. Οι έμποροι λιανικής μπορούν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στη συνεργασία, τόσο με τους προμηθευτές, όσο και με τους καταναλωτές για την αντιμετώπιση του 90% του συνόλου των εκπομπών του πεδίου 3, που δεν παράγονται άμεσα από τα καταστήματα λιανικής ή τους προμηθευτές ενέργειάς τους.
Προκλήσεις, ευκαιρίες και λύσεις
Όπως σημείωσε ο Daniel Läubli, Παγκόσμιος Επικεφαλής Λιανικής της McKinsey, σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας: «παρά τις προκλήσεις που έρχονται, αυτές οι δύσκολες στιγμές προσφέρουν ευκαιρίες σε όσους ενεργούν με τόλμη». «Εάν οι έμποροι λιανικής παρέχουν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις για τους πελάτες τους και διπλασιάσουν την αποτελεσματικότητα, αυτό θα αφήσει χώρο για επενδύσεις στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα να βγούμε από αυτήν την κρίση ισχυρότεροι» σημείωσε.
Από την πλευρά της η Christel Delberghe, Γενική Διευθύντρια της EuroCommerce, επεσήμανε πως «η προστασία των καταναλωτών από τις πληθωριστικές πιέσεις και το αυξανόμενο κόστος ενέργειας ήταν μια τεράστια πρόκληση για τους εμπόρους λιανικής και χονδρικής στην Ευρώπη, προσθέτοντας περαιτέρω πίεση στα ήδη πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους». Παράλληλα, όπως σημείωσε, «έπρεπε να επενδύσουν σε βιωσιμότητα, ψηφιοποίηση και δεξιότητες» που «είναι απαραίτητες για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού λιανικού εμπορίου ειδών παντοπωλείων, όπως αποδεικνύεται από την έκθεση».
Με τη σειρά του ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, επεσήμανε το πρόβλημα και τη λύση του κόστους των καταναλωτικών αγαθών στην ενιαία αγορά. Το πρόβλημα εντοπίζεται στις μεγάλες επιχειρήσεις κατασκευής καταναλωτικών αγαθών, που αρνούνται στις επιχειρήσεις λιανικής τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ενιαία αγορά. Όπως εξήγησε, οι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού εμποδίζουν τους εμπόρους λιανικής να έχουν την ελευθερία παράλληλων εισαγωγών στην ενιαία αγορά, ώστε να προμηθεύονται από όπου θέλουν τα προϊόντα που πωλούν στη χώρα τους. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι καταναλωτές της Ε.Ε. πληρώνουν περισσότερα για τα ίδια καθημερινά προϊόντα, όπως τρόφιμα, απορρυπαντικά, καλλυντικά και ποτά, σε σύγκριση με άλλους σε μια γειτονική χώρα. Μελέτες, μάλιστα, εκτιμούν ότι αυτό κοστίζει στους ευρωπαίους καταναλωτές επιπλέον 14 δις ευρώ ετησίως, τόνισε ο κ. Κορκίδης. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η λύση από την ΕΕ και τα κράτη μέλη είναι να λάβουν αποφασιστική δράση για να καταστήσουν ευέλικτους τους «Εδαφικούς Περιορισμούς Εφοδιασμού TSC», με καλύτερη χρήση των μέτρων επιβολής του ανταγωνισμού, μέσω ερευνών για σκόπιμες στρατηγικές. Επίσης, όπως τόνισε θα πρέπει να κηρυχθούν μη αποδεκτές οι πρακτικές που κατακερματίζουν τεχνητά την ενιαία αγορά και εμποδίζουν τη διασυνοριακή κυκλοφορία προϊόντων με βάση τα πορίσματα της μελέτης της Επιτροπής για τις κάθετες κατευθυντήριες γραμμές. Επιπλέον, πρόσθεσε, είναι αναγκαία η παρακολούθηση της προόδου στη διακοπή των περιορισμών μέσω μιας ετήσιας διαδικασίας αναθεώρησης. «Είναι καιρός η ενιαία αγορά να ωφελήσει όλους μέσω της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας #SingleMarket4All» κατέληξε ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ.