Ακόμα δυσκολότερη αναμένεται να είναι η νέα χρονιά στον πρωτογενή τομέα, καθώς ήδη οι προβλέψεις των αναλυτών κάνουν λόγο για μείωση άνω του 30% στην παραγωγή αραβόσιτου και σιταριού από την Ουκρανία, που «υποθηκεύει» νέες αυξήσεις στο κόστος φυτικής και ζωικής παραγωγής.
Σε επίπεδο εγχώριας αυτάρκειας, στην πλειονότητα των προϊόντων φυτικής παραγωγής κυμαίνεται κάτω του 50%, ενώ στη ζωική παραγωγή στο αγελαδινό γάλα, στο χοιρινό και στο βόειο κρέας τα ποσοστά εξάρτησης από τις εισαγωγές παραμένουν υψηλά. Η περιορισμένη εγχώρια επάρκεια αναμένεται να διευρύνει περαιτέρω το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, το οποίο στο εννεάμηνο του 2022 διαμορφώθηκε σε 560,8 εκατ. ευρώ. Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από την έρευνα
«Προκλήσεις στην παραγωγή, το εμπόριο και την αυτάρκεια των γεωργικών προϊόντων της χώρας» που παρουσίασε σε πρόσφατη εκδήλωση η διευθύνουσα σύμβουλος της Gaia Επιχειρείν, Έλλη Τσιφόρου.
Αναλυτικότερα, όπως ανέφερε η κ. Τσιφόρου: «Βρισκόμαστε εν μέσω μιας “τέλειας καταιγίδας” ελέω των γεωπολιτικών κλυδωνισμών και της κλιματικής κρίσης. Από ό,τι φαίνεται η επόμενη χρονιά θα είναι δύσκολη. Προβλέπεται μείωση παραγωγής άνω του 30% και στον αραβόσιτο και στο σιτάρι στην Ουκρανία. Αυτό θα έχει επιπτώσεις. Να σημειωθεί ότι την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο (2021/2022) οι παραγωγοί είχαν προλάβει να σπείρουν και υπήρχαν και αποθέματα να διατεθούν στις αγορές. Φέτος δεν συνέβη αυτό». Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση, την οποία οι παραγωγοί τη βιώνουν πολύ σκληρά, όπως σημείωσε η ίδια, καθιστούν «αναγκαίο να εξακριβωθεί ο βαθμός τρωτότητας της ελληνικής γεωργίας».
Σε επίπεδο φυτικής παραγωγής, σύμφωνα με την έρευνα, σε όρους αυτάρκειας, εφτά προϊόντα έχουν πολύ χαμηλό βαθμό, δηλαδή κάτω του 50% και στηρίζονται κατά βάση σε εισαγωγές από άλλες χώρες. Πρόκειται για τις φακές με ποσοστό αυτάρκειας 41,9%, τα φουντούκια (41,9%), το φιστίκι αράπικο (35,1%), το μαλακό σιτάρι (25,1%), το αραβοσιτέλαιο (22,3%), η σόγια (5,2%) και η ζάχαρη (1,9%).
Σε χαμηλά σχετικά επίπεδα διατηρείται και η αυτάρκεια σε κριθάρι (83,5%), αμύγδαλα (81,7%), ρεβίθια (79,5%), πατάτες (75,8%), αραβόσιτο (63,4%), ηλιέλαιο (57%) και φασόλια (52,9%).
Ικανοποιητικός βαθμός επάρκειας καταγράφεται σε μπιζέλια (99,9%), κρεμμύδια (99,3%), σπανάκι (98,4%), βίκο (97,8%), μαρούλια (97,8%), ελαιοκράμβη (96,2%), ηλίανθο (93,8%), λεμόνια (92,8%), βρώμη (91,6%) καρύδια (90,4%) και κουκιά (90,4%).
Τα σιτηρά
Στα σιτηρά, στη δεκαετία 2013-2022 καταγράφηκε μείωση κατά 36% στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, με τον όγκο παραγωγής να συρρικνώνεται κατά 47%. Στον αραβόσιτο η υποχώρηση στον όγκο παραγωγής άγγιξε το 50%, στο σκληρό σιτάρι το 49%, στο μαλακό σιτάρι το 54%, ενώ η παραγωγή βρώμης μειώθηκε κατά 37%.
Ειδικότερα, στον αραβόσιτο η αυτάρκεια κινείται στο επίπεδο του 63,4%, με τη χώρα να έχει υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές που διαμορφώθηκαν την περίοδο 2018-2020 πάνω από 700 χιλ. τόνους, προερχόμενες κυρίως από τη Βουλγαρία σε ποσοστό 56%, τη Ρουμανία (18%), ενώ Μολδαβία, Ρωσία και Ουκρανία συνολικά είχαν το 17% των εισαγωγών. Στο εννεάμηνο του 2022 καταγράφηκε άνοδος της τιμής εισαγωγής κατά 37%.
Στο μαλακό σιτάρι -που αποτελεί πρώτη ύλη για βασικά είδη διατροφής όπως άλευρα, ενώ το 40% χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή- η αυτάρκεια της χώρας διαμορφώνεται στο 25,1%. Οι εισαγωγές την τριετία 2018/20 διαμορφώθηκαν σε 831 χιλ. τόνους, με βασικές προμηθεύτριες αγορές τις Βουλγαρία, Ρωσία, Ρουμανία, Γαλλία, Μολδαβία, Ουγγαρία, ενώ Ρωσία, Μολδαβία και Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 37%. Στο εννεάμηνο του 2022 καταγράφηκε μείωση εισαγωγών (-10%), ενώ η άνοδος της μέσης τιμής εισαγωγής ενισχύθηκε κατά 58%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την άνοδο των εισαγωγών αλεύρων μαλακού σίτου κατά 33%, με έντονη αύξηση της αξίας κατά 79% λόγω της σημαντικής ανόδου της μέσης τιμής εισαγωγής (502 ευρώ/τόνο). Αντίστοιχα, στη σόγια η αυτάρκεια της χώρας κινείται στο 5,2%, στο ηλιέλαιο στο 57% και στο αραβοσιτέλαιο στο 22,3%.