Skip to main content

Νέα ρύθμιση έως 72 δόσεις: Η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και τα οφέλη από την υπαγωγή

Aνοίγουν οι πλατφόρμες. Πότε «χάνεται» η ρύθμιση.

Ενεργοποιούνται σήμερα οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες σε εφορία και ΕΦΚΑ για την αναβίωση των παλαιών ρυθμίσεων των 72 και 120 δόσεων όπως και για την υπαγωγή στη νέα ρύθμιση των 36-72 δόσεων για τη ρύθμιση των χρεών που δημιουργήθηκαν από την 1η Νοεμβρίου 2021 έως και την 1η Φεβρουαρίου 2023

Με βάση την απόφαση που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ για τη νέα ρύθμιση σε έως 72 δόσεις, η αίτηση για υπαγωγή  υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση μέχρι και την 31η Ιουλίου 2023. Σε περίπτωση που υφίσταται τεχνική αδυναμία διαδικτυακής υποστήριξης, η αίτηση υποβάλλεται στην εφορία, ο προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής. Σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο στον Α.Φ.Μ. του οποίου είναι βεβαιωμένες οι οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση, για τις οποίες ο αιτών έχει ευθύνη καταβολής, η υποβολή αυτής διενεργείται μόνο στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης των οφειλών Υπηρεσία.

Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση συντελείται με την καταβολή της πρώτης δόσης εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επομένων μηνών από την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.

Προϋποθέσεις

Για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης:

·        την 1η.11.2021 να μην είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές ή οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του, στο σύνολό τους, να ήταν τακτοποιημένες κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής,

·         να έχει υποβάλει όλες τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των τελευταίων πέντε (5) ετών, για τις οποίες η προθεσμία υποβολής έχει λήξει μέχρι την 31η.12.2022,

·         να μην έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπορία και

·        αν ο αιτών έχει υπαχθεί σε ρύθμιση οφειλών κατά το άρθρο 289 του ν. 4738/2020 (Α’ 207) ή τα άρθρα 98 έως 109 του ν. 4611/2019 (Α’ 73), η ρύθμιση αυτή να βρίσκεται σε ισχύ.

Ποιες οφειλές υπάγονται

Στη ρύθμιση υπάγεται:

·        Υποχρεωτικά: το σύνολο των οφειλών που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1η.11.2021 και έως και την 1η.2.2023 οι οποίες μέχρι την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων των Δ.Ο.Υ./Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ./ Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π./ΚΕ.Β.ΕΙΣ. σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ. και τον Κ.Ε.Δ.Ε. και δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής.

·         Προαιρετικά: μετά από επιλογή του οφειλέτη, οφειλές που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες μετά την 1η.11.2021 και έως και την 1η.2.2023, έχουν καταχωρισθεί, μέχρι την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής στην ρύθμιση, στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων των Δ.Ο.Υ./Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ./Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π./ΚΕ.Β.ΕΙΣ. σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ. και τον Κ.Ε.Δ.Ε. και:

α) τελούν κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής σε αναστολή πληρωμής ή

β) κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση σύμφωνα με την υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107), της οποίας οι όροι τηρούνται, υπό την προϋπόθεση ότι οι ανεξόφλητες δόσεις αυτής προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 5036/2023. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται απώλεια της ρύθμισης του ν. 4152/2013.

Πότε «χάνεται» η ρύθμιση

Η ρύθμιση «χάνεται» με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου των οφειλών σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης, εάν ο οφειλέτης:

α. Δεν καταβάλλει δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης ή καθυστερήσει την καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών,

β. μετά την παρέλευση ενός (1) μηνός από την υπαγωγή σε αυτή, δεν έχει εξοφλήσει ή δεν έχει υπαγάγει σε πάγια ρύθμιση σύμφωνα με την υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107) ή δεν έχει τακτοποιήσει με άλλο νόμιμο τρόπο το σύνολο των λοιπών ληξιπρόθεσμων οφειλών του που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 4 έως 13 του ν. 5036/2023 και δεν τελούν σε καθεστώς αναστολής πληρωμής.

Ειδικά αν οι οφειλές  ήταν κατά την 1η.11.2021 ενταγμένες σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής, η οποία απωλέσθη σε μεταγενέστερο χρόνο, ο οφειλέτης δύναται κατ’ εξαίρεση, ακόμα και αν έχει ήδη υπαγάγει τις οφειλές αυτές για δεύτερη φορά σε ρύθμιση της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, κατά την υποπερ. γ’ της περ. 1 της ίδιας υποπαραγράφου, να τις υπαγάγει εκ νέου σε ρύθμιση, σύμφωνα με την υποπερ. γ’ της περ. 1 της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013.

Οι οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση μπορούν να ρυθμίζονται, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, σε έως και εβδομήντα δύο (72) μηνιαίες δόσεις με το ελάχιστο ποσό κάθε δόσης να ανέρχεται σε 30 ευρώ.

Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται με τόκουςν εκπρόθεσμης καταβολής,  ως εξής:

α) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%), ετησίως υπολογιζόμενο. Το επιτόκιο παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.

β) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από τριάντα έξι (36) και έως εβδομήντα δύο (72) μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο της περ. α’, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος, προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%). Ο τόκος του πρώτου εδαφίου υπολογίζεται ετησίως και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης.

Η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση που ανέρχεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15 %).

Σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του συνόλου του υπολοίπου ρυθμισμένης οφειλής με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με εφάπαξ καταβολή από τον οφειλέτη ή μέσω διοικητικών ή αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, όπως το αποδεικτικό ενημερότητας και η κατάσχεση, ή διενέργειας συμψηφισμού, ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τον τόκο που αναλογεί στον πραγματικό αριθμό δόσεων που τελικά διαμορφώνεται κατά την ημερομηνία εξόφλησης της ρύθμισης.

Σε περίπτωση που η ρύθμιση εξοφλείται πρόωρα εκουσίως από τον οφειλέτη με εφάπαξ καταβολή και για να μην υπολογιστεί πλεονάζων του αριθμού των δόσεων τόκος με βάση τον αρχικό αριθμό δόσεων της ρύθμισης, ο φορολογούμενος υποβάλλει αίτηση για πρόωρη εξόφληση της ρύθμισης στην υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερο αίτημα για τον επαναϋπο-λογισμό του τόκου της ρύθμισης.

Σε περίπτωση που έχει καταβληθεί τόκος πλέον του αριθμού δόσεων που τελικά διαμορφώνεται κατά την ημερομηνία εξόφλησης της ρύθμισης, αυτός επιστρέφεται στον οφειλέτη κατόπιν αίτησής του στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία.

Η υπαγωγή και συμμόρφωση στη ρύθμιση δίνει τη δυνατότητα στον οφειλέτη :

α) να λαμβάνει  αποδεικτικό ενημερότητας,

β) αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43) ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης αναστέλλεται η παραγραφή του ποινικού αδικήματος, κατά παρέκκλιση των χρονικών περιορισμών του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και

γ) αναστέλλονται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων. Κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της ρύθμισης, οι κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί εις χείρας τρίτων σε βάρος του οφειλέτη δεν καταλαμβάνουν μελλοντικές απαιτήσεις του οφειλέτη έναντι του τρίτου, υπό την προϋπόθεση ότι η κατάσχεση αφορά αποκλειστικά σε χρέη που έχουν ρυθμιστεί κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 13 του ν. 5036/2023 και γνωστοποιείται στον τρίτο. Ποσά απαιτήσεων που γεννώνται μετά την ως άνω γνωστοποίηση, αποδεσμεύονται και αποδίδονται κατά νόμο, ενώ ποσά απαιτήσεων που γεννήθηκαν πριν από αυτή αποδίδονται στο Δημόσιο. Για την αποδέσμευση κατασχεμένων μελλοντικών απαιτήσεων, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 9. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, οι ανωτέρω κατασχέσεις αναπτύσσουν πλήρως τις έννομες συνέπειές τους αναφορικά με τις μελλοντικές απαιτήσεις, από τη γνωστοποίηση της ανατροπής στον τρίτο. Τυχόν αποκτηθέντα δικαιώματα ή αξιώσεις τρίτων δεν αντιτάσσονται έναντι του κατασχόντος Δημοσίου. Στις περιπτώσεις των ανωτέρω εδαφίων, ποσά που έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο δεν επιστρέφονται.

Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη αυτής.