«Ψαλίδι» στις καθαρές αυξήσεις μηνιαίων αποδοχών που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού επιβάλλεται μέσω της παρακράτησης φόρου εισοδήματος, με αποτέλεσμα να περιορίζονται τα οφέλη εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων.
Οι αυξήσεις στα ποσά καθαρών αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες απορρέουν από την άνοδο του κατώτατου μισθού κατά 9,4%, θα ανέλθουν σε 7,4%-7,9% για τους περισσότερους χαμηλόμισθους ιδιωτικούς υπαλλήλους.
Αλλά και για τη συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων οι τελικές αυξήσεις στα καθαρά ποσά αποδοχών δεν θα υπερβούν το 8,6%.
Οι τελικές αυξήσεις που θα πάρουν «στο χέρι» οι περισσότεροι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι θα είναι κατά 8/10 της ποσοστιαίας μονάδας έως και δύο ποσοστιαίες μονάδες (κατά 0,8% έως και 2%) χαμηλότερες από το 9,4% που ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
Αυξημένες κρατήσεις
Από τη στιγμή που θα ενσωματωθούν στις ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές των εργαζομένων οι αυξήσεις του 9,4%, θα αυξηθούν κατά ποσοστά πολύ μεγαλύτερα οι μηνιαίες κρατήσεις φόρου εισοδήματος.
Οι αυξήσεις των φορολογικών κρατήσεων θα είναι δηλαδή πολύ μεγαλύτερες της ονομαστικής αύξησης του 9,4% για έναν πολύ μεγάλο αριθμό δικαιούχων ιδιωτικών υπαλλήλων.
Αιτία για τη δυσμενή αυτή εξέλιξη θα είναι το γεγονός ότι στη φορολογική κλίμακα με την οποία γίνεται ο υπολογισμός του παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος επί των νέων αυξημένων μισθών, τα ποσοστά των φορολογικών συντελεστών, το αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος, καθώς και τα λοιπά φορολογικά κλιμάκια παρέμειναν αμετάβλητα.
Έτσι, αμέσως μόλις χορηγηθούν οι ποσοστιαίες ονομαστικές αυξήσεις του 9,4% θα υπαχθούν σε φόρο πολύ μεγαλύτερα τμήματα των μισθών και των συντάξεων, οπότε η φορολογική επιβάρυνση θα αυξηθεί κατά ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο από το ποσοστό 9,4% της ονομαστικής αύξησης των εν λόγω εισοδημάτων.
Συνέπεια όλων αυτών θα είναι οι τελικές ποσοστιαίες αυξήσεις μισθών να περιοριστούν σε επίπεδα χαμηλότερα από το 9,4%, και, συγκεκριμένα, να διαμορφωθούν μεταξύ 7,4% και 8,6% για τη συντριπτική πλειονότητα των χαμηλόμισθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων των μισθών και των συντάξεων θα «φαγωθεί», δηλαδή, από την εφορία, μέσω της σημαντικής αύξησης των κρατήσεων φόρου εισοδήματος.
Τέλος να σημειωθεί ότι αναλυτικά παραδείγματα για το «ψαλίδισμα» των αυξήσεων του 9,4% που θα προκαλέσει η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας περιλαμβάνονται στους αναλυτικούς πίνακες που δημοσιεύουμε για όλες τις κατηγορίες χαμηλόμισθων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Καμία αλλαγή σε κλιμάκια και φορολογικούς συντελεστές
Στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, με βάση την οποία υπολογίζεται η παρακράτηση φόρου από τις αποδοχές των μισθωτών το 2023, δεν έχει αλλάξει τίποτα στα κλιμάκια και στους φορολογικούς συντελεστές.
Αυτό σημαίνει ότι:
α) Τα πρώτα 10.000 ευρώ του ετήσιου εισοδήματος εξακολουθούν να φορολογούνται με συντελεστή 9%.
β) Τα επόμενα 10.000 ευρώ, που αντιστοιχούν στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 10.000,01 έως τα 20.000 ευρώ εξακολουθούν να φορολογούνται με συντελεστή 22%.
γ) Τα επόμενα 10.000 ευρώ, που αντιστοιχούν στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 30.000 ευρώ, εξακολουθούν να φορολογούνται με 28%.
δ) Τα επόμενα 10.000 ευρώ, που αντιστοιχούν στο τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 30.000,01 έως τα 40.000 ευρώ, εξακολουθούν να φορολογούνται με 36%.
ε) Το υπερβάλλον των 40.000 ευρώ τμήμα του ετήσιου εισοδήματος εξακολουθεί να φορολογείται με 44%.
στ) Από το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την παραπάνω περιγραφείσα κλίμακα φόρου εισοδήματος αφαιρείται, ως έκπτωση, ποσό φόρου:
- 777 ευρώ για κάθε μισθωτό χωρίς εξαρτώμενα τέκνα,
- 810 ευρώ για κάθε μισθωτό με ένα εξαρτώμενο τέκνο,
- 900 ευρώ για κάθε μισθωτό με δύο εξαρτώμενα τέκνα,
- 1.120 ευρώ για κάθε μισθωτό με τρία εξαρτώμενα τέκνα,
- 1.340 ευρώ για κάθε μισθωτό με τέσσερα εξαρτώμενα τέκνα,
- επιπλέον 220 ευρώ για κάθε τέκνο από το πέμπτο και τα επόμενα.
ζ) Το ποσό της ισχύουσας -σύμφωνα με τα προαναφερθέντα- έκπτωσης φόρου για κάθε μισθωτό χωρίς εξαρτώμενα τέκνα ή με 1 έως 3 τέκνα εξακολουθεί να μειώνεται κατά το 2% του υπερβάλλοντος τα 12.000 ευρώ τμήματος του ετήσιου εισοδήματος (π.χ., για μισθωτό χωρίς τέκνα με ετήσιο εισόδημα 14.000 ευρώ, η έκπτωση φόρου των 777 ευρώ λαμβάνεται υπόψη μειωμένη κατά 40 ευρώ, δηλαδή κατά το 2% του ποσού των 2.000 ευρώ, κατά το οποίο το εισόδημα του συγκεκριμένου εργαζομένου υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ).
Τι προβλέπει ο τρόπος υπολογισμού φόρου
Ο υπολογισμός του φόρου εισοδήματος που παρακρατείται από τον μισθό κάθε εργαζομένου γίνεται από το λογιστήριο της επιχείρησης στην οποία αυτός εργάζεται ή από τον εκκαθαριστή της μισθοδοσίας (εάν πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο), με την εξής διαδικασία:
- Αφαιρεί από το μηνιαίο ακαθάριστο ποσό αποδοχών τις κρατήσεις των ασφαλιστικών εισφορών.
- Πολλαπλασιάζει το μηνιαίο (φορολογητέο) ποσό που απομένει με τον αριθμό 14, αν πρόκειται για ιδιωτικό υπάλληλο, ή με τον αριθμό 12, αν πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο, προκειμένου να βρει το αντίστοιχο «ετήσιο» φορολογητέο ποσό αποδοχών.
- Υπολογίζει επί του «ετήσιου φορολογητέου ποσού αποδοχών» τον «ετήσιο» φόρο με βάση την ισχύουσα κλίμακα φορολογίας εισοδήματος μισθωτών.
- Διαιρεί -εν συνεχεία- τον προκύπτοντα «ετήσιο» φόρο με τον αριθμό 14, αν πρόκειται για ιδιωτικό υπάλληλο, ή με το 12, αν πρόκειται για δημόσιο υπάλληλο για να βρει τον αντίστοιχο μηνιαίο φόρο. Το ποσό που προκύπτει από τους παραπάνω υπολογισμούς είναι ο τελικός μηνιαίος φόρος εισοδήματος που πρέπει να παρακρατηθεί από τον μισθό και να αποδοθεί στο Δημόσιο.
Διαβάστε ακόμα: