Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια που ταλαιπωρεί τη χώρα από το καλοκαίρι του 2021 έχουν ήδη απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της περσινής αύξησης του κατώτατου μισθού, που την 1η Απριλίου θα ανέλθει στα 780 ευρώ.
Το στοιχείο αυτό προκύπτει από τις εκθέσεις των Ινστιτούτων και των Φορέων που επιδόθηκαν στο υπουργείο Εργασίας, για να καταλήξει η πολιτική ηγεσία του στην αύξηση κατά 9,4% που τελικά θα ισχύσει.
Ειδικότερα, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), που είναι και ο πλέον αρμόδιος φορέας για να γνωμοδοτήσει επί των βασικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, είχε προτείνει αύξηση έως 7,21%, κάτι που σε απόλυτους αριθμούς σημαίνει έως 764,4 ευρώ. Το γεγονός ότι η τελική απόφαση της κυβέρνησης κινήθηκε υψηλότερα κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες δεν αλλάζει το τελικό αποτύπωμα, καθώς το ΚΕΠΕ στην έκθεσή του σημειώνει με νόημα ότι η αποκλιμάκωση που συντελέστηκε στον πληθωρισμό τους τελευταίους μήνες της περσινής χρονιάς οδηγεί τον κατώτατο μισθό σε πραγματικές τιμές στο ίδιο επίπεδο που ήταν πριν από τις αυξήσεις του 2022! Αυτό σημαίνει ότι στην ουσία οι δύο αυξήσεις που δόθηκαν στις βασικές αποδοχές του ιδιωτικού τομέα πέρσι (2% στα 663 ευρώ τον Ιανουάριο και άλλα 7,5% στα 713 ευρώ τον Μάιο), απορροφήθηκαν εξ ολοκλήρου από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Συνεπώς, η νέα, τρίτη κατά σειρά αύξηση που αποφασίστηκε από τη σημερινή κυβέρνηση κατά 9,4%, στα 780 ευρώ μικτά (ή 667 ευρώ καθαρά), δεν λειτουργεί σωρευτικά με τις προηγούμενες. Στην πράξη, ο πραγματικός κατώτατος μισθός έχει επιστρέψει στο 2021.
Όπως σημειώνει ο δικηγόρος εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, «είναι σαφές πως ο μισθός έχει επιστρέψει σε πραγματικές τιμές στα επίπεδα του 2021, αν όχι χαμηλότερα. Το ράλι των τιμών, που κυρίως στα τρόφιμα δεν έχει τέλος, έχει ροκανίσει πλήρως τις αυξήσεις που δόθηκαν πέρσι, ενώ μέσα στο 2022 οδήγησε επί της ουσίας και σε μείωση την πραγματική αξία του κατώτατου μισθού. Συνεπώς το… κοντέρ του κατώτατου μισθού έχει τουλάχιστον μηδενίσει, αν δεν βρίσκεται πίσω από τον πληθωρισμό να τρέχει ασθμαίνοντας».
Με αυτό ως δεδομένο, προκύπτει ότι ανοίγει ολοένα και περισσότερο η «ψαλίδα» με τις αντίστοιχες βασικές αποδοχές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η μέση ονομαστική αξία της αύξησης των κατώτατων μισθών στην Ε.Ε. ήταν 12,2% το 2022. Άρα οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν περισσότερο στις υπόλοιπες χώρες συγκριτικά με την Ελλάδα, ενώ ο πληθωρισμός ήταν χαμηλότερος. Ενώ στη χώρα μας ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή έκλεισε το 2022 στο 9,6% σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στα 27 κράτη μέλη ήταν 9,2%, ενώ ακόμα χαμηλότερα, στο 8,4%, υπολογίστηκε στην Ευρωζώνη. Έτσι εξηγείται η τοποθέτηση του ΚΕΠΕ περί δραματικής μείωσης των μέσων μισθών στην Ελλάδα, κατά 7,7%, λόγω του πληθωρισμού στο 9μηνο πέρσι.
Τι πρότειναν οι φορείς
Όλοι τάχθηκαν υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού, αλλά με σημαντικές αποκλίσεις ως προς το ύψος της. Συγκεκριμένα:
Η Τράπεζα τις Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και η πλειονότητα των εκπροσώπων των εργοδοτών (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ) πρότειναν μια «λελογισμένη αύξηση» του κατώτατου μισθού, στα όρια του προσδοκώμενου πληθωρισμού, εστιάζοντας στην ανάγκη διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Το ΚΕΠΕ, μολονότι αναγνωρίζει ότι «μια αύξηση άνω του 3%-4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας», εντούτοις καταλήγει ότι θα μπορούσε να δοθεί μεγαλύτερη αύξηση, αντίστοιχη αυτής που δόθηκε πρόσφατα στους συνταξιούχους, «επειδή οι υπόλοιπες χώρες με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε αναμένεται να αυξήσουν αξιόλογα τις κατώτατες αμοιβές τους».
Η ΓΣΒΕΕ πρότεινε μια αύξηση της τάξης του 8% «ως μέτρο καταπολέμησης της φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων, των οποίων το εισόδημα αναλώνεται σε ομάδες αγαθών που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών».
Η ΓΣΕΕ πρότεινε αύξηση της τάξης του 15,8%, ώστε ο νέος κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 826 ευρώ.