Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει ήδη αποπληρώσει πάνω από το 60% των ετήσιων δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, καθώς από τα περίπου 11 δισ. ευρώ υπολείπεται να καταβληθεί ένα ποσό περίπου 5 δισ. ευρώ.
Δεδομένου ότι τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας παραμένουν κοντά στα 36 δισ. ευρώ -παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν έχουν καν εκταμιευτεί τα περίπου 650 εκατ. ευρώ από τα ANFAs και τα SMPs-, η Ελλάδα έχει την… πολυτέλεια να μην ανησυχεί για τη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιδιωχθεί να υπάρξει νέα έξοδος στις αγορές. Άλλωστε, παρά την αναστάτωση στην παγκόσμια αγορά, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει τις τελευταίες εβδομάδες, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει «στροφή» αγοραστών στους κρατικούς τίτλους.
Από το 4,5%, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει ήδη υποχωρήσει στο 4,15%, ενώ αντίστοιχες τάσεις παρατηρούνται σε όλους τους ευρωπαϊκούς κρατικούς τίτλους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το γερμανικό 10ετές, η απόδοση του οποίου βρέθηκε προ ημερών στο 2,7%, για να υποχωρήσει χθες στο 2,1%. Ακόμη και το ιταλικό 10ετές, ο τίτλος της χώρας που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο της προσοχής λόγω του υψηλού χρέους, έχει καταγράψει σημαντική πτώση, με την απόδοση να υποχωρεί στο 4% από 4,6% προ ημερών. Η Ελλάδα θέλει να κρατήσει «στην πρώτη γραμμή» τα θετικά στοιχεία για την πορεία του χρέους προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη αναβάθμιση που θα οδηγήσει στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ο στόχος δεν αναμένεται να επιτευχθεί σε αυτό τον κύκλο των αξιολογήσεων -μετά την πρόσφατη αξιολόγηση της Moody’s η σκυτάλη θα περάσει στη Standard & Poors στις 21/04, για να ολοκληρωθεί η διαδικασία στις 9 Ιουνίου με τον Fitch-, αλλά εκτιμάται ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί στον φθινοπωρινό κύκλο. (Η DBRS είναι προγραμματισμένο να βγάλει την επόμενη έκθεσή της στις 8 Σεπτεμβρίου, η Moody’s στις 15/09, η S&P στις 20 Οκτωβρίου και ο οίκος Fitch την 1η Δεκεμβρίου). Μέχρι τότε λοιπόν πρέπει να παραμείνουν «ζωντανά» τα επιχειρήματα υπέρ της βιωσιμότητας του χρέους, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι τα εξής:
Η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται τα επόμενα χρόνια, κάτι που θα αποτυπωθεί και στο επικαιροποιημένο σύμφωνο σταθερότητας που θα κατατεθεί στο τέλος Απριλίου στη Βουλή. Από το 170% που ήταν η αναλογία του χρέους της γενικής κυβέρνησης ως προς το ΑΕΠ στο τέλος του 2022, προβλέπεται τώρα ότι θα έχουμε υποχώρηση κάτω από το 150% πριν από το 2025.
Οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους μπορούν να παραμείνουν «κλειδωμένοι» στα 4,5-5 δισ. ευρώ ετησίως, ανεξάρτητα από την πορεία των αποδόσεων των ομολόγων. Και αυτό διότι ο ΟΔΔΗΧ ήδη καταγράφει σημαντικά κέρδη από τα swaps που έχει συνάψει για τμήμα του χρέους ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ. Με τα συγκεκριμένα συμβόλαια, το επιτόκιο έχει «κλειδώσει» σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις τρέχουσες αποδόσεις των ομολόγων, με αποτέλεσμα να παράγονται σημαντικά κέρδη.
Η Ελλάδα θα παρουσιάσει για τα επόμενα χρόνια προϋπολογισμούς με πρωτογενή πλεονάσματα ικανά να καλύπτουν τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους (απαιτείται για τον σκοπό αυτό ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 2%). Αυτό σημαίνει ότι το χρέος δεν θα παράγει χρέος και θα μπορεί να παραμείνει -σε απόλυτο αριθμόκοντά στα σημερινά επίπεδα (355-360 δισ. ευρώ σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης ή 400 δισ. ευρώ σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης που περιλαμβάνει και το «εσωτερικό χρέος»).
Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που διαθέτει τόσο μεγάλη ρευστότητα αναλογικά με το ΑΕΠ της. Τα 36 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε πάνω από το 15% του ΑΕΠ, ενώ το ποσό είναι αρκετό για να καλύψει το σύνολο των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας (χρεολύσια και τόκοι) για τα επόμενα 3-4 χρόνια.