Τις επόμενες ημέρες θα προχωρήσει η κυβέρνηση στις ανακοινώσεις για την τρίτη κατά σειρά αύξηση του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστή Χατζηδάκη.
Σε συνέντευξή του στο στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, και κληθείς να απαντήσει πού θα κυμαίνεται το ποσοστό της αύξησης, ο υπουργός Εργασίας έκανε λόγο για μία «σημαντική» αύξηση. Εξήγησε μάλιστα ότι λαμβάνει υπόψη της δύο παράγοντες:
- την προστασία της ανταγωνιστικότητας, και
- τη στήριξη των εργαζομένων, οι οποίοι πιέζονται ακόμα περισσότερο, λόγω του εισαγόμενου πληθωρισμού.
Προσθέτει επίσης ότι μπαίνουν σε εφαρμογή δύο βασικές δράσεις του προγράμματος «Σπίτι μου» για την παροχή προσιτής και ποιοτικής στέγης στους νέους, που είναι το πρόγραμμα χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων για νέους, ηλικίας 25-39 ετών και το πρόγραμμα «Κάλυψη» για τη δωρεάν στέγαση ευάλωτων νέων, ηλικίας 25-39 ετών, που είναι δικαιούχοι του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, σε ιδιωτικές κατοικίες, με καταβολή του ενοικίου στους ιδιοκτήτες από το Δημόσιο.
Σε ερώτηση σχετικά με την ανεργία, ο υπουργός Εργασίας απαντά ότι η μείωση της ανεργίας κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες δεν είναι αμελητέα, αλλά ούτε και τυχαία. «Αντίθετα», όπως εξηγεί, «είναι αποτέλεσμα της συνολικής οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης».
Όσον αφορά στην ενίσχυση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε στο νέο τοπίο στην κατάρτιση, με έμφαση στις νέες πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες: «Το πρόγραμμα της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ) για την κατάρτιση 120.000 ανέργων σε δεξιότητες όπου οι επιχειρήσεις έχουν στη χώρα μας έλλειψη προσωπικού ή το πρόγραμμα αναβάθμισης δεξιοτήτων 150.000 εργαζομένων, με έμφαση στις ψηφιακές και στις πράσινες δεξιότητες». «Αυτά είναι μόνο η αρχή. Θα ακολουθήσουν και άλλα προγράμματα, με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, ώστε, μέχρι το 2027, να έχουν λάβει πιστοποιητικό ολοκλήρωσης προγράμματος κατάρτισης 700.000 εργαζόμενοι και άνεργοι συμπολίτες μας» συμπληρώνει ο υπουργός Εργασίας.
Αναφορικά με τη στήριξη του εισοδήματος των συνταξιούχων, ο υπουργός Εργασίας σχολιάζει ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, από το 2019 και μετά, μόνο θετικές παρεμβάσεις έχει κάνει στο εισόδημα των συνταξιούχων και επισημαίνει ότι το πρόγραμμα για τη νέα τετραετία θα έχει επιπλέον ουσιώδη πράγματα για τους συνταξιούχους και την τρίτη ηλικία.
Όσον αφορά στις εκκρεμείς συντάξεις, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρει ότι το πολύ μεγάλο πρόβλημα με τις κύριες συντάξεις επιλύθηκε, διότι εκκαθαρίστηκε το σύνολο των εκκρεμών κύριων συντάξεων για την εξαετία 2016-2021, (με την εξαίρεση 4.000 εξαιρετικά προβληματικών περιπτώσεων από το 2021, για τις οποίες υπάρχουν νομικές περιπλοκές), ενώ πολύ σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί και στην απονομή των εκκρεμών επικουρικών συντάξεων.
«Από τις 80.000 επικουρικές που εκκρεμούσαν μήνες ή και χρόνια – και για τις οποίες έχει ήδη εκδοθεί η κύρια σύνταξη – ο ΕΦΚΑ εξέδωσε το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου τις 43.000. Δηλαδή, σε δύο μόλις μήνες, εκκαθαρίστηκε πάνω από το 50% του στοκ εκκρεμών επικουρικών!
Παράλληλα, στις 15 Μαρτίου, πρόκειται να καταβληθεί η προκαταβολή επικουρικής σύνταξης, που θεσμοθετήσαμε. Δικαιούχοι είναι ασφαλισμένοι για τους οποίους έχει εκδοθεί η κύρια σύνταξη και έχουν υποβάλει αίτηση επικουρικής, με βάση την τελευταία τροποποίηση, που εγκρίθηκε, πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2022» υπογραμμίζει ο υπουργός Εργασίας.
Αναφερόμενος στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, δήλωσε εκ νέου ότι ο ΟΣΕ παραμένει διαχρονικά ένας πολύ προβληματικός οργανισμός, σημειώνοντας ότι, γι’ αυτό και η προσπάθεια που πρέπει να γίνει εκεί, είναι σαν μία σκυταλοδρομία, «το οποίο σημαίνει ότι, όσο και αν τρέξουν κάποιοι δρομείς, αν κάποιοι τρέξουν λιγότερο ή χάσουν τη σκυτάλη, τα προβλήματα παραμένουν…».
Υπογράμμισε επίσης ότι, επειδή είναι ένα σύνθετο πρόβλημα, χρειάζεται και δράση πολυεπίπεδη: «Μία σοβαρή διοικητική ομάδα, ένα σύστημα ελέγχου, ώστε να παραδίδονται τα έργα μέσα στα χρονοδιαγράμματα, έλεγχος αυτών που δεν κάνουν τη δουλειά τους και, φυσικά, συνδυασμός της τηλεδιοίκησης με την τήρηση των πρωτοκόλλων και την ασφάλεια. Φυσικά και πρέπει να προταχθεί η τηλεδιοίκηση, αλλά η τηλεδιοίκηση χρειάζεται πάντοτε και τη διοικητική και εργασιακή κουλτούρα» τονίζει.