Λίγο πριν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας βρίσκεται η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.
«Πιστεύουμε ότι το 2023 είναι η χρονιά που η Ελλάδα θα πάρει την επενδυτική βαθμίδα», είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στους Financial Times, όπου παράλληλα υπογράμμισε τη σημασία των επερχόμενων εκλογών, καλώντας την επόμενη κυβέρνηση της χώρας να διατηρήσει τη δημοσιονομική σύνεση.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, ο πιθανότερος χρόνος της αναβάθμισης είναι «αμέσως μετά τις εκλογές», προσθέτοντας ωστόσο ότι θα μπορούσε να γίνει ακόμη και πριν από τον χρόνο των εκλογών.
Στη συνέντευξή του, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε «βέβαιος» ότι οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα αναβαθμίσουν τα ελληνικά ομόλογα εντός μηνών, εάν οι βουλευτές ξεκαθαρίσουν την πρόθεσή τους να διατηρήσουν τις μεταρρυθμίσεις και να εκμεταλλευτούν το «παράθυρο ευκαιρίας» για να μειώσουν σημαντικά το χρέος της χώρας.
Όπως υπενθυμίζουν οι FT, η χώρα μας έχασε την επενδυτική βαθμίδα τον Ιανουάριο του 2011, κατά την οικονομική κρίση. Η αξιολόγησή της έπεσε μέχρι και το CCC-, προτού ανακάμψει στο BB+, ένα βήμα πριν από την επενδυτική βαθμίδα – καθώς η οικονομική ανάκαμψη της χώρας ενισχύθηκε. Σήμερα όμως, και παρά την ανάκαμψη των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη, που αντιστοιχεί στο 170% της εγχώριας παραγωγής.
«Παραμένουν ένα ζήτημα οι υποδομές της χώρας»
Σχολιάζοντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι «πριν από μερικά χρόνια, λίγοι θα περίμεναν ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη. Τώρα, όχι μόνο παραμένει, αλλά αποδίδει καλύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».
Παράλληλα, στον απόηχο του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, κάλεσε την κυβέρνηση να κάνει κάποιες απελπιστικά απαραίτητες επενδύσεις στις κατεστραμμένες υποδομές της χώρας.
«Η Ελλάδα κατάφερε να διορθώσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των τιμών και των μισθών, αλλά η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με άλλα μέλη της Ευρωζώνης», είπε. «Οι υποδομές της χώρας και ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα παραμένουν ένα ζήτημα».
Αναφερόμενος στο ελληνικό χρέος, ο διοικητής της ΤτΕ έκανε λόγο για «ένα παράθυρο ευκαιρίας που δεν πρέπει να χαθεί». «Πρέπει να μειώσουμε την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ σε τέτοιο επίπεδο ώστε σε εννέα χρόνια από τώρα, οι πληρωμές τόκων, που βρίσκονται τώρα σε περίοδο χάριτος, δεν θα δημιουργήσουν νέο πρόβλημα χρέους».
Όσον αφορά την ανάπτυξη, ο κ. Στουρνάρας εκτιμάει ότι θα είναι χαμηλότερη φέτος, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια αναμένεται να επηρεάσουν τη ζήτηση. «Θα χρειαστεί μια βιώσιμη δημοσιονομική προσπάθεια», είπε, προσθέτοντας ότι δεν θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση να περάσει από ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα σε θέση δημοσιονομικού πλεονάσματος έως το 2024.
Το 2022 πάντως έκλεισε για την ελληνική οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης 5,9%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Ξεπέρασε έτσι τις προβλέψεις τόσο του προϋπολογισμού του 2023 όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πληθωρισμός και επιτόκια
Ο υψηλός πληθωρισμός αναμένεται επίσης να επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σημειώνουν οι FT αναφέροντας τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για τον δείκτη τιμών καταναλωτή στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, ο δομικός δείκτης, που δεν περιλαμβάνει τα τρόφιμα και την ενέργεια σημείωσε νέο ρεκόρ, φτάνοντας το 5,6% από 5,3% τον Ιανουάριο.
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανέφερε ότι οι μετρήσεις του πληθωρισμού είναι πολύ «καλύτερες» ή χαμηλότερες από ό,τι περίμεναν οι αξιωματούχοι τον Δεκέμβριο, λόγω της απότομης πτώσης των τιμών της ενέργειας.
Στο πλαίσιο αυτό, και δεδομένου ότι η πορεία του πληθωρισμού επηρεάζει τις αποφάσεις της ΕΚΤ όσον αφορά τις αυξήσεις των επιτοκίων της, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι ο ίδιος «δεν θα δεσμευόταν εκ των προτέρων για συγκεκριμένες περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον όπου ο γενικός πληθωρισμός μειώνεται».
«Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της σύγχυσης στην αγορά αντί να την περιορίσει», σχολίασε, με τους FT να σημειώνουν ότι κινείται εκτός της «γερακίσιας γραμμής» που βλέπουμε να κινούνται όλο και περισσότερο οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ, προαναγγέλλοντας περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.
naftemporiki.gr