Ύστερα από δέκα και πλέον χρόνια κρίσεων, ποια είναι σήμερα η θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Πόσο απέχει η χώρα μας σε βασικούς δείκτες έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου; Στα ερωτήματα αυτά προσπάθησαν να απαντήσουν ο Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Ο.Π.Α. Γιώργος Παγουλάτος και ο Θάνος Δελλατόλας, βοηθός έρευνας στο ΕΛΙΑΜΕΠ σε μία μεγάλη μελέτη που εκπόνησαν για το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών.
Ο αντίκτυπος της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης μετά το 2010 καταγράφεται ακόμη και σήμερα έντονο σε σημαντικούς δείκτες. Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, αν ανατρέξουμε στα στοιχεία της Eurostat, υπάρχουν μεγέθη που παρουσιάζουν σημαντικές βελτιώσεις και βήματα προόδου των τελευταίων ετών, δείκτες που αφορούν την ψηφιακή μετάβαση, την φιλικότητα και ελκυστικότητα προς το επιχειρείν και τις ξένες επενδύσεις, την ύπαρξη υψηλής ποιότητας καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Ωστόσο το ζητούμενο είναι να αξιοποιηθούν όλα αυτά. Και αυτό παραμένει κορυφαία πρόκληση, αφού δεν έχουν ξεπεραστεί οι πληγές και οι ελλείψεις που άφησε πίσω της η κληρονομιά της χειρότερης οικονομικής κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου.
Η μελέτη εξετάζει τις ανισότητες, που ευδοκιμούν στην Ελλάδα, τόσο σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε επίπεδο διαγενεακής δικαιοσύνης, υπό το πρίσμα επιλεγμένων δεικτών.
Σύμφωνα με αυτή, καταγράφονται μία σειρά συμπερασμάτων όπως:
Η Ευρώπη γηράσκει και συρρικνώνεται
Μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία, η Ελλάδα «γέρασε» κατά 3,5 έτη με την τρίτη μεγαλύτερη μεταβολή, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι στα 2,3. Η Ελλάδα εκ πρώτης όψεως δε βρίσκεται στη δεινότατη θέση χωρών, όπως η Ισπανία και η Μάλτα, ακόμα και ούσα κάτω του Ευρωπαϊκού Μέσου Όρου. Με μία δεύτερη ανάγνωση, όμως, η μεταβολή του δείκτη ολικής γονιμότητας για την Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία από το 2009 στο 2020 μεταβλήθηκε κατά 0.10, πέφτοντας από το 1.50 στο 1.39. Την ίδια περίοδο, ο Ευρωπαϊκός Μέσος Όρος σημείωσε μείωση μόλις 0.6.
Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννα του πρώτου τους παιδιού έχει μετατοπιστεί προς τα επάνω. Κατά μέσο όρο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί μια μεταβολή της μέσης ηλικίας κατά ένα έτος, φτάνοντας τα 31 έτη. Στην Ελλάδα είναι τα 32 έτη.
Η Ευρώπη λοιπόν γηράσκει με την Ελλάδα να συμβάλλει σε αυτό. Μάλιστα δεν μιλάμε μόνο για μια γηράσκουσα Ευρώπη αλλά και για μια συρρικνούμενη Ευρώπη. Οι γενεές με το πέρασμα των ετών δεν
αντικαθίστανται και ο ρυθμός με τον οποίο μειώνονται βαίνει αυξανόμενος. Στο πλαίσιο αυτό οι μελετητές θέτουν τα ακόλουθα κρίσιμα ερωτήματα για το πού οδεύουμε: «Αν η σημερινή τάση, επομένως, σε βάθος μιας δεκαετίας δείχνει μια γήρανση κατά τρία έτη και αν την ίδια στιγμή κάνουμε μια αυθαίρετη αντίστοιχη προβολή για τις επόμενες δύο δεκαετίες λόγου χάρη, τότε τι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς για τα πιθανά ενδεχόμενα, αν η μέση ηλικία του πληθυσμού μιας χώρας δεν υπάγεται στα γόνιμα έτη της ζωής ενός ανθρώπου πλέον; Τι θα γίνει αν επιτραπεί στις συνθήκες να διαμορφώσουν μια μέση ηλικία 55 ή και 60 ετών σε βάθος τριάντα ετών;».
Σε αυτούς τους προβληματισμούς, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και η αναμενόμενη περίπτωση ενός «domino effect», όπως θα μπορούσαμε να κατονομάσουμε την σειρά επιδράσεων- διαταραχών, που θα παρατηρούσαμε στον δείκτη ηλικιακής αλληλεξάρτησης των ευπαθέστερων ηλικιακών ομάδων, στην παραγωγική ισχύ της χώρας, στο συνταξιοδοτικό σύστημα, στην μακροοικονομική ισορροπία και, εν τέλει, στην κοινωνική συνοχή.
Η πληγή της ανεργίας επουλώνεται, αλλά δεν έχει κλείσει
Η Ελλάδα από το 2014 και έπειτα έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των χωρών της Ένωσης. Τα τελευταία χρόνια το 60% των ανέργων ηλικίας 25 έως 49 ετών χρειάζονται τουλάχιστον 12 μήνες προκειμένου να ξαναβρούν απασχόληση. Αυτοί οι δώδεκα μήνες απουσίας από οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα και απασχόληση δεν μπορούν παρά να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην διάβρωση της αποδοτικότητας, του ηθικού και των δεξιοτήτων του εργαζομένου. Η δημοσιονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, που έπληξε σφοδρά την Ελλάδα την περίοδο 2008- 2018, οπότε και άρχισε να ανακάμπτει, άφησε πίσω έναν ερειπιώνα με ψήγματα ουσιαστικών και εις βάθος μεταρρυθμίσεων και μια αγορά εργασίας, η οποία επανήλθε σε μια κανονικότητα μάλλον περισσότερο ακολουθώντας το αναπόφευκτο πεπρωμένο του οικονομικού κύκλου, παρά αναγεννώμενη από τις στάχτες της, επισημαίνεται στη μελέτη. Και σε αυτό, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την γέννα της αβεβαιότητας, που κρατά δέσμιο κάθε βήμα της «χαμένης γενιάς» των δικών μας ‘10s.
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ποσοστό 10.6% σε ανθρώπους ηλικίας 25 έως 64 ετών, οι οποίοι έχουν καταρτιστεί επιστημονικώς και παρόλα αυτά δεν απασχολούνται σε κάποια θέση εργασίας. Ο αντίστοιχος Ευρωπαϊκός Μέσος Όρος είναι μόλις στο 4.2%. Το 2021, έντεκα χρόνια από τα «εισόδια» της ελληνικής οικονομίας στην δίνη της βαθιάς κρίσης, ο δείκτης ανεργίας δεν έχει καν επανέλθει στα ίδια ποσοστά. Αν σε αυτό το δεδομένο συνυπολογίσουμε και τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως η γήρανση, το brain-drain και ο αρνητικός δείκτης αντικατάστασης του πληθυσμού, τότε όλες οι ενδείξεις συνομολογούν σε μια κοινή αλήθεια: η αγορά εργασίας, ακόμα και υπό «ευνοϊκές συνθήκες» με τους παρονομαστές των δεικτών της να μικραίνουν, δεν κατάφερε να καταγράψει καλύτερες επιδόσεις, ούτε καν στους «αριθμούς».
Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί πως η γνώση για τον εργαζόμενο, πως σε ένα ενδεχόμενο αποχώρησης από τη θέση εργασίας του, έχει ένα ποσοστό πιθανοτήτων ύψους 60% να παραμείνει εκτός παραγωγής για τουλάχιστον ένα έτος, αλλάζει άρδην τα δεδομένα του. Υπό την απειλή αυτής της θέσης αβεβαιότητας, η διαπραγματευτική του ισχύς περιορίζεται δραστικότατα. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει τις «ελαστικές» απαιτήσεις και υποβαθμίζει την ποιότητα των θέσεων εργασίας.
Οι συνθήκες εργασίας υποδηλώνουν μια οριακά συντηρούμενη, παρωχημένη και ελλειμματική στην καινοτομία αγορά εργασίας, η οποία συσχετίζεται με μια αντίστοιχη παραγωγή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται αδύνατος ο σχηματισμός υγιών, ανταποδοτικών και ασφαλών θέσεων απασχόλησης, με συνέπεια αντιστοίχως χαμηλούς μισθούς, επισφαλή απασχόληση, περιορισμένη κινητικότητα, αλλά και μειωμένη απορρόφηση του εργατικού δυναμικού.
Τα «παιδιά» μένουν στο πατρικό
Οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται πολύ να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι ιδιαίτερα υψηλός, κυρίως για τους άνδρες (27.4) και σε μικρότερο βαθμό για τις γυναίκες (25.5). Η πλειονότητα των κρατών μελών, περί τα 15 συγκεκριμένα, κυμαίνονται πάνω από αυτόν, με δείκτες από 26 έως και 32 ετών. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πέμπτη θέση, με τους Έλληνες άνδρες να αποχωρούν από στην ηλικία των 31.8 ετών και τις γυναίκες, σχετικώς νωρίτερα, στα 29.6 τους χρόνια. Τι είναι, όμως, αυτό που συντελεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η «φυγή» από την γονεϊκή οικία να πραγματοποιείται τόσο καθυστερημένα; Προφανώς η εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια.
Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη υπερ-επιβαρυμένων οικιακών εξόδων στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 28.8% μόλις το 2021 και μάλιστα μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις από το 2018, οπότε και βρισκόταν στο 39.5%.
Τα μισά ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν «εισοδηματικό χώρο» προκειμένου να ανταπεξέλθουν σε κάποιο απρόσμενο έξοδο. Το 46.3% των Ελλήνων για το 2021 δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει κάποιο απροσδόκητο κόστος ή ανάγκη. Ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα, στο 30.1%.
Πόσοι χωρούν σε ένα σπίτι;
Για το 2021, η Ελλάδα είχε ποσοστό υπερπληθυσμού/συνωστισμού στη στέγαση των νοικοκυριών (overcrowding rate), 28.5%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ στο 17%.
Από την καταγραφή των δεικτών αδιαμφισβήτητα διαπιστώνεται πρόβλημα γήρανσης και συρρίκνωσης του πληθυσμού, το οποίο σήμερα, ίσως, να μην είναι τόσο παγιωμένο όσο εκκολαπτόμενο. Η δυναμικότητα και η μεταβλητότητα του προβλήματος, ωστόσο, είναι προς το παρόν σε ένα αντιμετωπίσιμο επίπεδο. Από την άλλη είναι υπαρκτή η απειλή της οικονομικής και κοινωνικής καθίζησης του ενεργού παραγωγικά πληθυσμού και κατά συνέπεια του συνόλου της κοινωνίας.
Η δημιουργία οικογένειας αποτελεί μια μορφή επένδυσης για τους νέους ανθρώπους, η οποία ενέχει το δικό της ρίσκο και χρειάζεται το δικό της υγιές περιβάλλον. «Είναι σαφές, λοιπόν, πως πρέπει να οριοθετήσουμε τον φαύλο κύκλο, πριν μπορέσουμε να τον διακόψουμε: η υπολειτουργούσα αγορά εργασίας δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας, οι οποίες με την σειρά τους προκαλούν συμπεριφορική αποστροφή ως προς την δημιουργία οικογένειας, οπότε και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με βαθμιαία πληθυσμιακή γήρανση και συρρίκνωση» επισημαίνεται στη μελέτη.
Μπορείτε να δείτε αναλυτικά τη μελέτη εδώ.