Την κατά προτεραιότητα ανάθεση σε αρμόδιο εισηγητή τής υπόθεσης πιθανών αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών σε αγορές του χρηματοπιστωτικού κλάδου αποφάσισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Σύμφωνα με σχετική ανάρτησή της στην ιστοσελίδα της, την Πέμπτη 2 Μαρτίου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 ν. 3959/2011 περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως ισχύει, στην κατά προτεραιότητα εξέταση και ανάθεση σε αρμόδιο εισηγητή της διερεύνησης ορισμένων πρακτικών επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν παράβαση.
Οι πρακτικές αυτές διερευνώνται στο πλαίσιο υποβληθείσας καταγγελίας και σχετικής αυτεπάγγελτης έρευνας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (ΓΔΑ) στις αγορές, μεταξύ άλλων, της παροχής υπηρεσιών πληρωμών και διατραπεζικών συστημάτων.
Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνάς της, η ΓΔΑ διεξήγαγε στις 8 Νοεμβρίου 2019 και 14 Δεκεμβρίου 2021 αιφνιδιαστικούς επιτόπιους ελέγχους σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ανωτέρω αγορές.
Στις 6 Οκτωβρίου 2022, η επιτροπή αποφάσισε την κατά προτεραιότητα εξέταση και ανάθεση σε αρμόδιο εισηγητή, της διερεύνησης πιθανών παραβάσεων των κανόνων περί ελεύθερου ανταγωνισμού, ως προς πρακτικές που συνδέονται με την επιβολή χρεώσεων για ορισμένες τραπεζικές υπηρεσίες.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υπενθυμίζει ότι, ως θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, όπως απαγόρευση συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων (συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές) που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα, τον περιορισμό του ανταγωνισμού, οι μονομερείς πρακτικές που συνιστούν πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη και ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων και υπηρεσιών προς ανταγωνιστές και η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Η ανάθεση σε εισηγητή σημαίνει ότι η έρευνα της επιτροπής βρίσκεται σε ιδιαίτερα προχωρημένο στάδιο και συνεπάγεται την εκκίνηση των προθεσμιών για τη λήψη απόφασης, ωστόσο δεν προδικάζει το περιεχόμενο της εισήγησης ή/και της απόφασής της. Όπως υπογραμμίζεται, ο χρόνος εξέτασης κάθε υπόθεσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την πολυπλοκότητά της, τον όγκο του διοικητικού φακέλου, καθώς και τον αριθμό και το βαθμό συνεργασίας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ