Τα πρώτα «κακά» μηνύματα για την πορεία του πληθωρισμού τον Φεβρουάριο ήρθαν από τη Γαλλία και την Ισπανία. Οι δύο χώρες είδαν τον πληθωρισμό τους να κινείται σε υψηλότερα επίπεδα από ότι αναμενόταν, ενισχύοντας τις εκτιμήσεις αναλυτών ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων, ίσως και μετά το τέλος του 2023, οδηγώντας τα ακόμα και πάνω από το 4%.
Αν και οι ανακοινώσεις των προκαταρκτικών στοιχείων για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου αναμένονται αύριο από τη Eurostat, ήδη η Γαλλία ανακοίνωσε ότι ο πληθωρισμός αναρριχήθηκε στο 7,2% (από εκτιμήσεις για διατήρηση του στα ίδια επίπεδα με τον Ιανουάριο) και η Ισπανία στο 6,1% (έναντι εκτιμήσεων για περαιτέρω επιβράδυνση). Σήμερα, εκτός απροόπτου, αναμένονται οι ανακοινώσεις για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου στη Γερμανία. Ωστόσο οι τιμές σε πολλά αγαθά αλλά και υπηρεσίες αυξάνονται συνεχώς επιβαρύνοντας όλο και περισσότερο το κόστος διαβίωσης των πολιτών.
Η διατήρηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη σε υψηλά επίπεδα και πιθανή επιτάχυνση ή διατήρηση του σε υψηλά επίπεδα ενισχύει τις εκτιμήσεις αναλυτών για συνέχιση της σφιχτής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ακόμα και πέρα από το 2023. Ορισμένοι μάλιστα δεν αποκλείουν πλέον το ενδεχόμενο το επιτόκιο να ξεπεράσει το 3,5% και να αγγίξει το 4%. Αλλά κι αν ο πληθωρισμός υποχωρήσει, αυτό δεν σημαίνει ότι τα επιτόκια θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία με την ίδια ταχύτητα.
Πρόσφατα μάλιστα ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ κ. Φίλιπ Λέϊν μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, σημείωσε ότι ίσως τα επιτόκια διατηρηθούν στα υψηλά επίπεδα αφού φτάσουν στο ανώτερο επίπεδο. Αλλά και η πρόεδρος της ΕΚΤ, κ. Κριστίν Λαγκάρντ έχει επισημάνει πολλές φορές, ότι δεν φτάνει μόνο ο πληθωρισμός να υποχωρήσει στο 2% αλλά και να δείχνει ότι μπορεί να διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα. Η επόμενη συνεδρίαση, οπότε και αναμένεται μία ακόμα αύξηση του επιτοκίου κατά 0,5%, είναι προγραμματισμένη για τις 16 Μαρτίου. Στην περίπτωση αυτή το επιτόκιο θα φτάσει στο 3% από 2,5% που είναι σήμερα.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, οι τιμές στην ενέργεια έχουν υποχωρήσει σημαντικά. Το πρόβλημα όμως παραμένει στους κλάδους των τροφίμων και των υπηρεσιών. Ζήτημα το οποίο φυσικά δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για τον Ιανουάριο, στη χώρα μας οι τιμές στα τρόφιμα αυξάνονται σημαντικά, κατά 15,6%, χαμηλότερα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 16,6%. Παρόλα αυτά υπάρχουν κατηγορίες τροφίμων όπως το ψωμί, το κρέας, κατεψυγμένα θαλασσινά και αυγά οι τιμές των οποίων αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Αντίβαρο στην ανοδική πορεία των τροφίμων, αποτελούν οι τιμές στον κλάδο της ενέργειας καθώς οι επιδοτήσεις στο ρεύμα αλλά και στο πετρέλαιο θέρμανσης συγκράτησαν την άνοδο του συγκεκριμένου δείκτη στη χώρα μας.
Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει στο δομικό πληθωρισμό (αν εξαιρεθούν η ενέργεια, τα τρόφιμα, τα ποτά και ο καπνός που διακρίνονται από διακυμάνσεις) όπου τον Ιανουάριο στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 6,5% από 5,3% στην ευρωζώνη. Πρόκειται για το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό μετά την Κροατία 11,3%, τη Σλοβακία 11,1% και την Ολλανδία 7,1%.