Ακόμα πιο ασφυκτική καθίσταται η πίεση που δέχονται πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις και ειδικότερα οι μικρομεσαίες, καθώς και φυσικά πρόσωπα-ιδιώτες, από την εκρηκτική αύξηση των επιτοκίων στην οποία διαδοχικά έχει προχωρήσει τους τελευταίους επτά μήνες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κινήσεις οι οποίες εκτοξεύουν στα ύψη και τα επιτόκια υπερημερίας.
Παρότι στόχος της ΕΚΤ είναι η συγκράτηση του πληθωρισμού, οι επιπτώσεις είναι βαρύτατες για τις επιχειρήσεις που έχουν δανειακές υποχρεώσεις, καθώς το κόστος εξυπηρέτησής τους έχει αυξηθεί σημαντικά.
Ωστόσο το μεγαλύτερο «πλήγμα» το δέχονται οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις σε προμηθευτές, οι οποίες πλέον λόγω υπερημερίας τοκίζονται (οι υποχρεώσεις) με 10,25%, ποσοστό που είναι το υψηλότερο από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2008 (10,75%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος αυξάνεται περαιτέρω όταν μια υπόθεση καθυστέρησης πληρωμής καταλήξει στα δικαστήρια, καθώς ο οφειλέτης, πέραν του δικαιοπρακτικού επιτοκίου και του τόκου υπερημερίας, θα πρέπει να πληρώσει και ένα επιπλέον 2% επί της οφειλής, το αποκαλούμενο επιτόκιο επιδικίας.
Δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα, το επιτόκιο στην περίπτωση δικαστικής προσφυγής για καθυστερημένη οφειλή εκτινάσσεται στο 12,25%.
Μάλιστα, αν ο οφειλέτης δεν δεχθεί την πρωτόδικη απόφαση και ασκήσει έφεση, το επιτόκιο αυξάνεται κατά ακόμη 1%, φθάνοντας συνολικά στο 13,25%.
Πάντως η αύξηση των επιτοκίων (δικαιοπρακτικού και υπερημερίας) δεν αφορά μόνο τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων αλλά και των ιδιωτών, προς ιδιώτες, επιχειρήσεις και το αντίστροφο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα εξαιρετικά επιβαρυντικό κλίμα για την οικονομία, η οποία επιχειρεί να ανακάμψει ουσιαστικά από τη μακροχρόνια κρίση, αλλά και τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Μάλιστα, σε μια περίοδο όπου το ιδιωτικό χρέος ανέρχεται σε περισσότερα από 250 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 100 δισ. ευρώ είναι κόκκινα δάνεια, η κάθε επιτοκιακή επιβάρυνση έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων χρεών, ύψους αρκετών δισ. ευρώ ετησίως.
Και μόνο το γεγονός ότι τα τραπεζικά κόκκινα δάνεια επιβαρύνονται με το θεσμοθετημένο επιτόκιο υπερημερίας (σταθερό), 2,5%, διογκώνεται περαιτέρω το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει δυνατότητα κρατικής παρέμβασης στα επιτόκια, η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει το εκρηκτικό πρόβλημα, σπεύδει με κάθε τρόπο να περιορίσει τις συνέπειες.
Ήδη αποφασίστηκε η μη μετακύλιση στα επιτόκια υπερημερίας για τα χρέη προς την εφορία και προς τον ΕΦΚΑ της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ και ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών βελτιώθηκε σε 11 σημεία.
Συγχρόνως, ανακοινώθηκαν νέες ρυθμίσεις χρεών με 36 έως και 120 δόσεις για οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και τους δήμους.
Ωστόσο τα προβλήματα στην ελεύθερη αγορά από το αυξημένο επιτόκιο υπερημερίας παραμένουν τεράστια, για οφειλές μεταξύ ιδιωτών, μεταξύ ιδιωτών και επιχειρήσεων και μεταξύ επιχειρήσεων.
Όπως προαναφέρθηκε, η εκτόξευση των επιτοκίων υπερημερίας οφείλεται στην πολιτική της ΕΚΤ, η οποία προχώρησε σε τέσσερις αυξήσεις του επιτοκίου από τον Ιούλιο έως και τον Δεκέμβριο του 2022 και σε μία ακόμη στις 8 Φεβρουαρίου του 2023.
Με βάση τις αυξήσεις αυτές, το εξωτραπεζικό δικαιοπρακτικό επιτόκιο που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σήμερα ανέρχεται στο 8,25% και προστίθενται δύο μονάδες, διαμορφούμενο στο 10,25% στις περιπτώσεις υπερημερίας.
Διαχρονική εξέλιξη
Πριν από το μπαράζ των αυξήσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ, το εξωτραπεζικό επιτόκιο ήταν σταθερό για έξι χρόνια και συγκεκριμένα στο 5,25% συν 2% για τις περιπτώσεις υπερημερίας από τις 16 Μαρτίου του 2016 έως και τις 26 Ιουλίου του 2022. Έκτοτε έχουν γίνει πέντε αυξήσεις.
Ειδικότερα, στις 27 Ιουλίου 2022 το εξωτραπεζικό επιτόκιο αυξάνεται στο 5,75% (7,75% για υπερημερία), στις 14 Σεπτεμβρίου στο 6,50% (8,50% υπερημερία), στις 2 Νοεμβρίου στο 7,25% (9,25% υπερημερία), στις 21 Δεκεμβρίου στο 7,75% (9,75% υπερημερία) και στις 8 Φεβρουαρίου 2023 στο 8,25% (10,25% υπερημερία).
Οι αυξήσεις αυτές είναι προφανές ότι έχουν σημαντική επίπτωση στις επιχειρήσεις και ειδικά στις μικρότερες, πολλές εκ των οποίων είναι οικονομικά ευάλωτες.
Ενδεικτικά άλλωστε είναι τα ευρήματα της τελευταίας εξαμηνιαίας έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα οποία, παρά την υποχώρηση του αριθμού των επιχειρήσεων με ληξιπρόθεσμες οφειλές, το 38,2% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή.
Μάλιστα, το 25,9% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχουν δύο ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, κάτι που αντιστοιχεί στο 1/4 του συνόλου των επιχειρήσεων αυτών των κατηγοριών, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα του «επιχειρείν» στην Ελλάδα (97%).
Πάντως ο βαθμός υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως με διαφορά αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς το 39,8% έχει δύο ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Ακολουθούν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (33,5%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (32,2%).