Για τη μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ ακόμη και κάτω από το όριο του 140% μέσα στην επόμενη τετραετία θα «δεσμευτεί» η κυβέρνηση απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους με το επικαιροποιημένο μεσοπρόθεσμο που θα κατατεθεί τον Απρίλιο στην Ε.E.
Ο στόχος θα επιδιωχθεί να επιτευχθεί μέσα από τη διατήρηση του ονομαστικού ύψους του χρέους σε αντίστοιχα με τα τωρινά επίπεδα (περίπου 355-360 δισ. ευρώ), κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει «παραγωγή» πρωτογενών πλεονασμάτων που να καλύπτουν τους τόκους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Τυχόν «αστοχίες» σε δημοσιονομικό επίπεδο θα καλυφθούν με αξιοποίηση των ταμειακών διαθεσίμων. Ο «δρόμος» για αυτό εκτιμάται ότι θα ανοίξει διάπλατα από τη στιγμή που θα ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.
Για φέτος
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο τέλος της φετινής χρονιάς στα επίπεδα των 358-360 δισ. ευρώ, ανάλογα και με το αν θα επιτευχθεί ο στόχος για επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα και σε ποια έκταση (έχει προβλεφθεί στον προϋπολογισμό ότι θα παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 0,7% του ΑΕΠ).
Σε συνδυασμό με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 6,6% (πραγματική ανάπτυξη 1,6% και πληθωρισμός 5%), το ονομαστικό ΑΕΠ θα ανέβει στα 224 δισ. ευρώ (από περίπου 210 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι είναι το κλείσιμο του 2022), κάτι που σημαίνει ότι η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί για το 2023 (πάντοτε με βάση το χρέος σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) στο 159% του ΑΕΠ από 168%-169% που εκτιμάται ότι θα είναι το κλείσιμο του 2022. Τα στοιχεία αυτά έχουν αποτυπωθεί και στον προϋπολογισμό του 2023. Όσον αφορά την περίοδο 2024-2027 -η οποία ταυτίζεται και με την επόμενη κυβερνητική θητεία-, οι προβλέψεις που οδηγούν στην εκτίμηση για περαιτέρω μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ είναι οι εξής:
1. Για το 2024 το ονομαστικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 5,1%, με τον πληθωρισμό να εκτιμάται σε περίπου 2%. Αυτά τα στοιχεία θα φέρουν το ονομαστικό ΑΕΠ στα 235 δισ. ευρώ και την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 159,8%. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει το πρωτογενές αποτέλεσμα να διαμορφωθεί περίπου στο 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλυφθούν οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, οι οποίοι προβλέπεται ότι θα παραμείνουν σταθεροί για όλη την τετραετία 2024-2027 στην περιοχή των 4,5-5 δισ. ευρώ.
2. Για το 2025 θα προβλεφθεί στο μεσοπρόθεσμο ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,9% και διαμόρφωση του ΑΕΠ στα 235 δισ. ευρώ. Με πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2% -επαρκές για να καλύψει τους τόκους εξυπηρέτησης και κατά τη συγκεκριμένη χρονιά- το χρέος θα παραμείνει στην περιοχή των 360 δισ. ευρώ, άρα η αναλογία ως προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 145,7%.
3. Αντίστοιχη στρατηγική και για το 2026: Ο ονομαστικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα προϋπολογιστεί στο 4,1%, ώστε το ΑΕΠ να ανέβει στα 257 δισ. ευρώ (ουσιαστικά για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας) και να ρίξει την αναλογία του ΑΕΠ στο 140,1%. Και πάλι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 2% αλλά και πραγματική ανάπτυξη 2%, καθώς για το 2026 θα προβλεφθεί πληθωρισμός στα όρια αποδοχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήτοι στο 2%.
4. Το ΑΕΠ του 2027 θα ανέλθει στα 264 δισ. ευρώ, με ονομαστικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,7%. Αν οι στόχοι επιτευχθούν -συμπεριλαμβανομένου και του δημοσιονομικού-, η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα κατέλθει στο 136,4%.
Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη αυτού του στόχου θα παίξει και το αποθεματικό. Η διατήρησή του στα επίπεδα των 36 δισ. ευρώ σήμερα (κάτι που προκαλεί δημοσιονομικό κόστος) συνδέεται με το γεγονός ότι η χώρα δεν έχει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα.
Μετά την επενδυτική βαθμίδα
Μόλις επιτευχθεί και αυτός ο στόχος -κάτι που σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα θα αγοράζονται πλέον από πολύ περισσότερα επενδυτικά χαρτοφυλάκια-, η μείωση των ταμειακών διαθεσίμων θα μπορεί να προχωρήσει, ώστε να απομειωθεί το χρέος. Σε πρώτη φάση, το ζητούμενο θα είναι να μην υπάρξει υπέρβαση του ονομαστικού ύψους του χρέους πάνω από τα 360 δισ. ευρώ, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί -για παράδειγμα- αν το πρωτογενές πλεόνασμα δεν επαρκούσε για να καλυφθούν οι τόκοι.
Σταθεροί οι τόκοι
Οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους για όλη την περίοδο μέχρι το 2027 εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σταθεροί στα επίπεδα των 4,5-5 δισ. ευρώ και αυτό παρά την αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα. Έχει υπολογιστεί ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μπορεί να συγκρατηθεί στα σημερινά επίπεδα, ανεξάρτητα από την αύξηση των επιτοκίων, καθώς η «ζημιά» που προκαλείται από τις ακριβότερες νέες εκδόσεις χρέους αναπληρώνεται από τα swaps που έχει συνάψει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.