Συναγερμός έχει σημάνει για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους, η εξυπηρέτηση του οποίου γίνεται ολοένα και ακριβότερη λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
H επίπτωση στην εξυπηρέτηση των ενήμερων δανείων είναι προφανής, καθώς η ταχύτερη αύξηση επιτοκίου στην ιστορία της Ευρωζώνης έχει ήδη ανεβάσει τις δόσεις ακόμη και κατά 30%, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο για τη δημιουργία νέας γενιάς ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Το «ακριβότερο χρήμα» δυσχεραίνει και τη ρύθμιση των ήδη κόκκινων δανείων που μπορεί να έχουν μεταφερθεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην κατοχή των λεγόμενων servicers, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υφίστανται και να τοκίζονται με ολοένα και υψηλότερο επιτόκιο. Και ύστερα υπάρχει το χρέος προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Μπορεί προς το παρόν να έχουν ληφθεί τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να μην αυξηθεί το επιτόκιο βάσει του οποίου θα τοκίζονται οι οφειλές προς το Δημόσιο. Ωστόσο, υπάρχει η αρχή των «συγκοινωνούντων δοχείων».
Οι φορολογούμενοι που θα αντιμετωπίσουν περισσότερες δυσκολίες στο να εξυπηρετήσουν το δάνειο της πρώτης τους κατοικίας είναι πιθανό να αφήσουν απλήρωτες τις οφειλές προς το Δημόσιο, με αποτέλεσμα την αύξηση του συσσωρευμένου χρέους.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το υπόλοιπο δανείων στο τέλος του 2022 έφτανε στα 115 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 72 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια, τα 29,38 δισ. ευρώ είναι στεγαστικά και περίπου 8,6 δισ. ευρώ είναι καταναλωτικά. Αν προστεθούν τα 113 δισ. ευρώ που είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία (αυξήθηκαν πάνω από 3 δισ. ευρώ το 2022 συγκριτικά με το 2021, αν και από τα 113 δισ. ευρώ το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ως εισπράξιμο τμήμα του χρέους τα 86-87 δισ. ευρώ), το οποίο βαραίνει 4,2 εκατομμύρια φορολογούμενους, αλλά και τα 28 δισ. ευρώ που είναι το χρέος προς τα ασφαλιστικά ταμεία (αυτό βαραίνει περίπου 2,36 εκατομμύρια ασφαλισμένους), τότε αθροίζεται ένα ποσό που ξεπερνά τα 256 δισ. ευρώ.
Οι διαφορές χρεών
Το ιδιωτικό χρέος έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από το δημόσιο στην Ελλάδα. Ενώ το δημόσιο χρέος -συνολικού ύψους 355 δισ. ευρώ (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης)- έχει επιμηκυνθεί, με τη μέση διάρκεια ωρίμανσής του να είναι στα 18 έτη, και το μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης να έχει υποχωρήσει πλέον στο 1,53%, στο ιδιωτικό χρέος η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Σταθερό και «κλειδωμένο» το επιτόκιο βάσει του οποίου τοκίζεται η μερίδα του λέοντος στο δημόσιο χρέος, κυμαινόμενο για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ιδιωτικού χρέους. Ρυθμισμένο το δημόσιο χρέος, «στον αέρα» το μεγαλύτερο κομμάτι του ιδιωτικού χρέους, είτε αυτό αφορά την εφορία, είτε τα ασφαλιστικά ταμεία, είτε τις οφειλές προς τις τράπεζες και τους servicers.
Οι άμεσοι κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι πολλοί:
1. Να αυξηθεί ο ρυθμός συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο. Αυτό δεν θα γίνει λόγω επιτοκίων αλλά λόγω αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης των συνολικών οφειλών. Άλλωστε, όταν οι οφειλέτες στην εφορία είναι πάνω από 4 εκατομμύρια και οι οφειλέτες προς τα ασφαλιστικά ταμεία πάνω από 2 εκατομμύρια, τότε είναι προφανές ότι πολλοί έχουν εκκρεμότητες και με την εφορία και με το ασφαλιστικό ταμείο και με τις τράπεζες. Σε μία από τις τρεις δεξαμενές να αυξηθεί η επιβάρυνση, επιδεινώνεται η κατάσταση σε όλα τα «μέτωπα». Η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων είναι προτεραιότητα για το οικονομικό επιτελείο, καθώς σε αυτή στηρίζεται το βασικό φετινός στοίχημα για επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα.
2. Να αυξηθούν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες, αλλά και τα αιτήματα για ρύθμιση υποχρεώσεων, τα οποία επίσης επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών. Το πρόβλημα για εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες είναι ήδη οξύ και θα γίνει οξύτερο από τον Μάιο και μετά, καθώς μέχρι τότε εκτιμάται ότι θα έχουν προστεθεί επιπλέον 50 με 100 μονάδες βάσης στο επιτόκιο της ΕΚΤ.
Ταχύτερες διαδικασίες
Από την Παρασκευή που ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για την πορεία του εξωδικαστικού μηχανισμού, ο υπουργός Οικονομικών ζήτησε ακόμη ταχύτερες διαδικασίες ώστε να αυξηθεί ο ρυθμός ένταξης στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Η ένταξη στη ρύθμιση 3.320 οφειλετών ώστε να διευθετηθούν χρέη 1,08 δισ. ευρώ αποτυπώνει πρόοδο σε σχέση με τα δεδομένα του Σεπτεμβρίου, αλλά από τη στιγμή που έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον για ρύθμιση 24 δισ. ευρώ και έχει προκύψει αποτέλεσμα μόνο για το 1 δισ. ευρώ, είναι προφανές ότι ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Εκτός από τον εξωδικαστικό μηχανισμό, το επόμενο χρονικό διάστημα το ζητούμενο θα είναι οι τράπεζες να προσφέρουν -σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τους δανειολήπτες- βιώσιμες λύσεις ρύθμισης στους δανειολήπτες που θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να «κοκκινίσει» το δάνειό τους. O κατάλογος των πιθανών παρεμβάσεων περιλαμβάνει τις επιμηκύνσεις των περιόδων αποπληρωμής, τη χορήγηση περιόδων χάριτος κ.λπ.
Στο τραπέζι έχουν αρχίσει να πέφτουν σενάρια και για ενεργοποίηση μιας «έκτακτης ρύθμισης», προκειμένου να τακτοποιηθούν χρέη που έχουν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων κρίσεων σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία. Προς το παρόν, από το υπουργείο Οικονομικών δεν επιβεβαιώνεται ότι υπάρχει πρόθεση για μια νέα τύπου ρύθμιση, με το επιχείρημα ότι πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμών.