Από την έντυπη έκδοση
Το φράγμα των 400 δισ. ευρώ, έσπασε τον Δεκέμβριο του 2022 το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας, ξεφεύγοντας κατά περίπου 8 δισ. ευρώ, από το στόχο του υπουργείου Οικονομικών που τέθηκε μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.
Συγχρόνως, πηγή ανησυχίας αποτελούν και οι κρατικές εγγυήσεις προς τράπεζες, επιχειρήσεις, φυσικά πρόσωπα και δημόσιους φορείς το ύψος των οποίων προσεγγίζει τα 30 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας, στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου εκτινάχθηκε στο ποσό των 400,28 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 11,94 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2021 που είχε διαμορφωθεί σε 388,34 δισ. ευρώ.
Ακόμη, το ακαθάριστο χρέος της χώρας ανήλθε τον Δεκέμβριο του 2022, στο 190,5% του ΑΕΠ, από 194,5% του ΑΕΠ το 2021, με τη βελτίωση να οφείλεται καθαρά στην ποσοτική αύξηση του ΑΕΠ στη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
Πηγή ανησυχίας συνιστά το γεγονός ότι, το ύψος στο οποίο διαμορφώθηκε το ακαθάριστο χρέος του Κράτους, είναι κατά 8 δισ. ευρώ, υψηλότερο, σε σχέση με τον στόχο που έθεσε το υπουργείο Οικονομικών και αποτυπώνεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2023.
Ειδικότερα ο στόχος του ΥΠΟΙΚ ήταν το συνολικό χρέος να συγκρατηθεί στο τέλος του 2022, στο ποσό των 392,3 δισ. ευρώ, αλλά τελικά διαμορφώθηκε σε επίπεδα υψηλότερα κατά 7,98 δισ. ευρώ.
Η διαφορά με το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης
Πρέπει να σημειωθεί, πως τα συγκεκριμένα στοιχεία αφορούν στο ακαθάριστο δημόσιο χρέος ή Χρέος Κεντρικής Διοίκησης, το οποίο διαφέρει από το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο αποτελεί τον δείκτη παρακολούθησης των δημοσιονομικών επιδόσεων των κρατών.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat, από το συνολικό ακαθάριστο χρέος των κρατών αφαιρούνται:
Τα κρατικά ομόλογα που κατέχουν ασφαλιστικά ταμεία και οι ΟΤΑ και άλλοι δημόσιοι φορείς, το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού το 2022 υπολογίζονται σε 21,2 δισ. ευρώ.
Τα κέρματα και οι επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα των νομικών προσώπων, το ύψος των οποίων για το 2022, υπολογίζεται από το ΥΠΟΙΚ σε 16,1 δισ. ευρώ.
Με την αφαίρεση του ενδοκυβερνητικού χρέους, προκύπτει το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο σύμφωνα με τον στόχο του ΥΠΟΙΚ και με την προϋπόθεση ότι το Χρέος Κεντρικής Διοίκησης θα συγκρατείτο στα επίπεδα των 392,3 δις. ευρώ, θα διαμορφωνόταν στο ποσό των 355 δισ. ευρώ ή στο 168,9% του ΑΕΠ.
Ωστόσο μετά την απροσδόκητη αύξηση του συνολικού χρέους κατά 8 δισ. ευρώ, λογικά έχει επηρεαστεί και το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης, αλλά τα οριστικά στοιχεία θα εκδοθούν στο προσεχές δίμηνο.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι, πως οι τόκοι και τα χρεολύσια που καταβάλλονται ετησίως, υπολογίζονται στο συνολικό χρέος και όχι μόνο στο χρέος Γενικής Κυβέρνησης.
Γιατί αυξήθηκε
Από τα αναλυτικά στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προκύπτει πως η αύξηση του δημοσίου χρέους προήλθε από τον νέο δανεισμό, το ύψος του οποίου ήταν υψηλότερο από τις εξοφλήσεις τίτλων που έληξαν.
Ειδικότερα στη διάρκεια του 2022 εκδόθηκαν μακροπρόθεσμοι τίτλοι αξίας 8.202 εκατ. ευρώ, και εξοφλήθηκαν ομόλογα αξίας 4.352 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να προστεθούν στο χρέος 3.850 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα το χρέος επιβαρύνθηκε από το “ισοζύγιο” νέων εκδόσεων και εξοφλήσεων, δανείων, εντόκων γραμματίων και repos, συν αλλαγές στην ισοτιμία με αποτέλεσμα η συνολική επιβάρυνση στο χρέος να φτάσει σε 11,94 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το 2021.
Από το συνολικό ποσό του χρέους των 400,28 δισ. ευρώ, τα 303,54 δισ. ευρώ, αποτελούνται από δάνεια και τα υπόλοιπα, περίπου 97 δισ. ευρώ, είναι ομόλογα και έντοκα γραμμάτια.
Το υπόλοιπο των δανείων του Μηχανισμού Στήριξης, ανέρχονταν στο τέλος του Δεκεμβρίου σε 235,57 εκατ. ευρώ, μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2021, που ήταν 242,62 δισ. ευρώ.
Οι εγγυήσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ποσό των κρατικών εγγυήσεων στο τέλος του Δεκεμβρίου 2022 ανήλθε σε 29,63 δις. ευρώ, μειωμένο σε σχέση με το ποσό των 30,66 δις. ευρώ, που ήταν τον Δεκέμβριο του 2021.
Από το συνολικό ποσό των 29,63 δισ. ευρώ, τα 17,91 δισ. ευρώ, αφορούν στις εγγυήσεις που δόθηκαν στις τράπεζες, στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής.
Το υπόλοιπο ποσό προέρχεται από κρατικές εγγυήσεις προς φορείς εντός και εκτός γενικής κυβέρνησης, ιδιωτικές επιχειρήσεις, εγγυήσεις στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας, εγγυήσεις της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας κ.λπ.