Σε 2,3 δισ. ευρώ τουλάχιστον υπολογίζεται μέχρι στιγμής το συνολικό ύψος των οικονομικών διεκδικήσεων διαφόρων κατηγοριών πολιτών από το κράτος, μέσω της Δικαιοσύνης. Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι διεκδικούν ήδη στα διοικητικά δικαστήρια, αναδρομική κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από το 2021. Ελεύθερος επαγγελματίας ζητά αναδρομική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος από το 2020, προκαλώντας πρότυπη δίκη ενώπιον του Σ.τ.Ε. για το εάν είναι συνταγματική ή όχι η επιβολή του τέλους αυτού μετά το 2019.
Πανεπιστημιακοί έχουν ήδη δικαιωθεί, οριστικά και αμετάκλητα, από το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) στις διεκδικήσεις τους για αποκατάσταση των αποδοχών τους στα επίπεδα προ του 2012. Στρατιωτικοί, αστυνομικοί, λιμενικοί και πυροσβέστες διεκδικούν κι αυτοί στο Σ.τ.Ε. παρόμοια αποκατάσταση.
Και χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων βάλλουν κατά της συνταγματικότητας ορισμένων αλλαγών που επέφερε η κυβέρνηση στη νομοθεσία για τον ΕΝ.Φ.Ι.Α., ζητώντας μέσω προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια διαγραφές υπέρογκων επιπλέον φορολογικών επιβαρύνσεων που τούς επιβλήθηκαν με τα εκκαθαριστικά του φόρου για το 2022.
Οι 4 βόμβες
1) Χιλιάδες δικαστικοί λειτουργοί έχουν ήδη δρομολογήσει τις διαδικασίες για την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αναδρομικά από την 1η-1-2021, αξιοποιώντας όλα τα διοικητικά και δικαστικά βοηθήματα που προβλέπει η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία. Το ποσό που σκοπεύουν να διεκδικήσουν οι δικαστικοί δεν υπερβαίνει τα 20 εκατ. ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, από έγγραφο ενημερωτικό σημείωμα που απέστειλε το 2022 η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος σε όλα τα μέλη της και το οποίο υιοθετήθηκε ως προς το περιεχόμενό του και από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων προκύπτει ότι:
α) Η άσκηση από την πλευρά των δικαστικών λειτουργών των προβλεπόμενων διοικητικών και δικαστικών βοηθημάτων αποβλέπει στην κατάργηση της επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα εισοδήματά τους και για τα έτη 2021-2022, όπως υπαγορεύεται από την συνταγματική αρχή της ισότητας έναντι των λοιπών φορολογουμένων.
β) Βασικό επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούν οι δικαστικοί λειτουργοί στις διεκδικήσεις τους είναι ότι η διάταξη με την οποία απαλλάχθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης όλα τα εισοδήματα πλην των μισθών του δημοσίου τομέα και των συντάξεων είναι αντισυνταγματική.
Συγκεκριμένα, στο έγγραφο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος επισημαίνεται ότι:
«Ως βασικό επιχείρημα για την ολοσχερή απαλλαγή των εισοδημάτων μας από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης προβάλλουμε την αντίθεση στο Σύνταγμα και στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο τόσο της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 298 του Ν. 4738/2020, όσο και της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 72 παρ. 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), σύμφωνα με τις οποίες απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης όλα τα εισοδήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, με μόνη εξαίρεση τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία στο δημόσιο τομέα και τις συντάξεις. Η αντισυνταγματικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων οδηγεί στη μη εφαρμογή αυτών, ως προς το δεύτερο σκέλος που προβλέπει τις ως άνω εξαιρέσεις (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος) και συνακόλουθα στην απαλλαγή και αυτών των εισοδημάτων από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης».
Πέραν των δικαστικών, έχουν ήδη αρχίσει κι άλλες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου να κινητοποιούνται για ανάλογες διεκδικήσεις.
Σε περίπτωση κατά την οποία θα ευοδωθούν οι προσπάθειες των δικαστικών και των λοιπών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου θα ανοίξει ο δρόμος και για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους δημοσίους λειτουργούς, πολιτικούς υπαλλήλους και συνταξιούχους να διεκδικήσουν κι αυτοί δια της δικαστικής οδού την απαλλαγή τους από την εισφορά αλληλεγγύης αναδρομικά από το 2021, εξέλιξη η οποία ενδέχεται να προκαλέσει απρόβλεπτη δημοσιονομική δαπάνη που μπορεί να ανέλθει μέχρι και σε 600 εκατ. ευρώ περίπου για την διετία 2021-2022.
2) Η προσφυγή ενός δικηγόρου της Αθήνας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για την διαγραφή των χρεώσεων του τέλους επιτηδεύματος που του επιβλήθηκαν για το έτος 2020 εξελίχθηκε σε προσφυγή ενώπιον του Σ.τ.Ε., με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης προκειμένου να κριθεί εάν είναι αντισυνταγματική ή όχι η συνέχιση της επιβολής του τέλους αυτούς κατά τα έτη 2020 και επόμενα. Ουσιαστικά, τo Σ.τ.Ε. καλείται να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή μη της επιβολής του τέλους επιτηδεύματος για τα έτη από το 2020 και μετά. Σε περίπτωση κατά την οποία θα κρίνει ότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου από τα φορολογικά έτη 2020 και μετά είναι αντισυνταγματική, το Ελληνικό Δημόσιο θα κληθεί να επιστρέψει σε περισσότερους από 1.000.000 επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες ποσά επιβληθέντων τελών επιτηδεύματος συνολικού ύψους άνω των 900 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να νομοθετήσει την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τα φορολογικά έτη 2022 και επόμενα, με συνέπεια να δημιουργηθεί δημοσιονομικό κενό άλλων 450 εκατ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, που ήδη έχει ψηφιστεί και εφαρμόζεται. Συνολικά, για τα φορολογικά έτη 2020-2022, η απώλεια εσόδων θα φθάσει το 1,35 δισ. ευρώ διότι τα έσοδα που εισπράττει κάθε χρόνο ο κρατικός προϋπολογισμός από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος ανέρχονται σε 450 εκατ. ευρώ. Το βάρος της απώλειας αυτής θα το υποστεί κυρίως ο κρατικός προϋπολογισμός του 2023, καθώς εκτός από τη «μαύρη τρύπα» των 450 εκατ. ευρώ, θα επιβαρυνθεί και με την υποχρέωση επιστροφών τελών επιτηδεύματος ύψους 900 εκατ. ευρώ αναδρομικά για τα φορολογικά έτη 2020 και 2021.
3) Τα μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων δικαιώθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας στις αγωγές που είχαν καταθέσει κατά του Ελληνικού Δημοσίου ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικές οι διατάξεις των νέων ειδικών μισθολογίων που καθιερώθηκαν γι’ αυτούς από την 1η-1-2017, με το ν. 4472/2017, και κράτησαν χαμηλότερα από τα επίπεδα της 31ης-8-2012 τις συνολικές αποδοχές τους. Οι δύο αυτές κατηγορίες λειτουργών του Δημοσίου δεν δικαιώθηκαν ως προς τις διεκδικήσεις τους για αναδρομική αποκατάσταση των αποδοχών τους από την 1η-1-2017, όμως το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι στο εξής πρέπει να λαμβάνουν αυξημένες αποδοχές.
Η κυβέρνηση οφείλει πλέον να εφαρμόσει την απόφαση του Σ.τ.Ε. για τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι.. Την ίδια ώρα βρίσκονται σε εκκρεμότητα ενώπιον του Σ.τ.Ε. προσφυγές κατατεθειμένες από αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας με τις οποίες τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας των διατάξεων των ειδικών μισθολογίων του ν. 4472/2017 και γι’ αυτές τις κατηγορίες δημοσίων λειτουργών.
Το συνολικό ετήσιο δημοσιονομικό κόστος των εισοδηματικών αυξήσεων που είναι πολύ πιθανό να απαιτηθεί να καλύψει το Δημόσιο από το 2023 ή το 2024 για όλες αυτές τις κατηγορίες υπολογίζεται σε τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.
4) Εδώ και τέσσερις μήνες ιδιοκτήτες ακινήτων προσφεύγουν μαζικά στα διοικητικά δικαστήρια, ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικές οι διατάξεις της Ενότητας Γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του ν. 4916/2022. Με τις διατάξεις αυτές, η κυβέρνηση αντικατέστησε τον συμπληρωματικό Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) με έναν «επιπλέον ΕΝ.Φ.Ι.Α.», ο οποίος επιβαρύνει δυσανάλογα όσους κατέχουν ακίνητη περιουσία συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ στην οποία όμως περιλαμβάνονται ποσοστά συνιδιοκτησίας ή δικαιώματα πλήρους κυριότητας (100%) επί ενός ή περισσοτέρων ακινήτων, καθένα από τα οποία έχει συνολική αντικειμενική αξία άνω των 400.000 ευρώ. Οι διατάξεις αυτές απαλλάσσουν από τον «επιπλέον ΕΝ.Φ.Ι.Α.» όσους έχουν ακίνητα συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ αλλά το καθένα από τα ακίνητα αυτά έχει αξία μικρότερη των 400.000 ευρώ. Δηλαδή, για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης τεσσάρων ακινήτων αξίας 400.000 ευρώ το καθένα, δηλαδή με ακίνητη περιουσία συνολικής αξίας 1.200.000 ευρώ δεν πληρώνει καθόλου τον «επιπλέον ΕΝ.Φ.Ι.Α.», ενώ ένας άλλος με ένα μόνο ακίνητο αξίας 500.000 ευρώ πληρώνει τον φόρο αυτό, επειδή η αξία του ενός και μοναδικού ακινήτου που κατέχει υπερβαίνει τα 400.000 ευρώ! Τον φόρο αυτό τον πληρώνει ακόμη κι όποιος έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί ακινήτου αξίας άνω των 400.000 ευρώ, έστω κι αν η αξία του ποσοστού αυτού είναι μικρότερη των 400.000 ευρώ.
Το ποσό των επιπλέον χρεώσεων ΕΝ.Φ.Ι.Α. το οποίο θα κληθεί να διαγράψει το Δημόσιο αν οι ιδιοκτήτες αυτοί δικαιωθούν στα δικαστήρια υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ.