Skip to main content

Φυσικό αέριο: Η Ελλάδα περιόρισε την εξάρτησή της από τη Ρωσία – Η εικόνα στην Ε.Ε.

Στους 5 πρώτους μήνες της 8μηνης περιόδου μείωσης της κατανάλωσης ορυκτού αερίου, η Ελλάδα βρίσκεται στο -18.2% σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας, υπερβαίνοντας τον ευρωπαϊκό στόχο του -15%.

Λιγότερο εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο ήταν η Ελλάδα το πρώτο δεκάμηνο του 2022, συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ πτώση κατά 68% παρουσίασαν οι ρωσικές ροές. Παράλληλα, μειωμένη κατά 19,2% ήταν η κατανάλωση φυσικού αερίου, σύμφωνα με στοιχεία μελέτης της Green Tank.

Παράλληλα, από τα στοιχεία προκύπτει ότι πρώτη στις εισαγωγές LNG ήταν η Ρεβυθούσα σε σχέση με το 2021.

Συγκεκριμένα, μειωμένη ήταν η κατανάλωση φυσικού αερίου τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα, καθώς διαμορφώθηκε στις 5.05 TWh, ήτοι, η δεύτερη χαμηλότερη μετά το 2019 για τον αντίστοιχο μήνα τα τελευταία 6 χρόνια. Παράλληλα, η κατανάλωση για το σύνολο του έτους έφτασε τις 56.5 TWh, μειωμένη κατά 19,2% σε σχέση με το 2021.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Green Tank, οι εισαγωγές LNG μέσω της Ρεβυθούσας αυξήθηκαν κατά 54% σε σχέση με το 2021, ενώ τον Δεκέμβριο κατέλαβαν την πρώτη θέση στις συνολικές εισαγωγές αερίου, με μερίδιο 72%.

Γενικότερα, όπως προκύπτει από το «παρατηρητήριο» για τις τάσεις στην κατανάλωση και τις εισαγωγές αερίου – Δεκέμβριος 2022 με βάση τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα του ΔΕΣΦΑ (https://thegreentank.gr/2023/01/11/gaswatch-dec-el/) στους πέντε πρώτους μήνες (Αύγουστος-Δεκέμβριος) της οκτάμηνης περιόδου μείωσης της κατανάλωσης ορυκτού αερίου που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα βρίσκεται στο -18.2% σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας, υπερβαίνοντας έτσι τον ευρωπαϊκό στόχο του -15%, και στο -31% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021.

Παρά τη μικρή αύξηση των εισαγωγών ρωσικού αερίου τον Δεκέμβριο, το 2022 έκλεισε με μείωση κατά 68.3% των ρωσικών εισαγωγών σε σχέση με το 2021.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ (ως τον Δεκέμβριο 2022):

Δεκέμβριος

Τον Δεκέμβριο του 2022, 5ο μήνα της οκτάμηνης περιόδου όπου η χώρα πρέπει να μειώσει τη χρήση αερίου σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις, η συνολική εγχώρια κατανάλωση ήταν 5.05 TWh, η δεύτερη χαμηλότερη μετά το 2019 για τον μήνα Δεκέμβριο τα τελευταία 6 χρόνια. Η συνολική μείωση κατά σχεδόν 1.5 TWh τον Δεκέμβριο σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2021 προήλθε σχεδόν ισόποσα από την ηλεκτροπαραγωγή (-0.73 TWh) και τα δίκτυα διανομής (-0.71 TWh) και πολύ λιγότερο από τη βιομηχανία (-0.06 TWh).

Αθροιστική επίδοση και ο ευρωπαϊκός στόχος του -15%

Λόγω της συνεχιζόμενης μείωσης στην κατανάλωση και τον Δεκέμβριο, αθροιστικά στο πρώτο πεντάμηνο της οκτάμηνης περιόδου μείωσης που αποφασίστηκε από την ΕΕ-27, η Ελλάδα με συνολική κατανάλωση 20.4 TWh «έπιασε» και ξεπέρασε τον στόχο μείωσης του -15% όχι μόνο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι αλλά και σε σχέση με τον μέσο όρο πενταετίας (21.2 TWh).

Πιο συγκεκριμένα, η αθροιστική κατανάλωση του πενταμήνου Αυγούστου-Δεκεμβρίου ήταν 4.55 TWh χαμηλότερη από τον μέσο όρο των ίδιων πενταμήνων της πενταετίας και προέκυψε κατά κύριο λόγο από τoν δραστικό περιορισμό της χρήσης αερίου στη βιομηχανία (-2.2 TWh) και την ηλεκτροπαραγωγή (-1.6 TWh).

Σε όρους ποσοστιαίων μεταβολών, η χώρα το πεντάμηνο Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2022 μείωσε τη συνολική κατανάλωση αερίου κατά 30.8% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021, ξεπερνώντας κατά πολύ τον στόχο μείωσης που αντιστοιχεί στην εξαίρεση που πήρε η Ελλάδα στη σχετική ευρωπαϊκή συμφωνία. Για τρίτο συνεχόμενο μήνα από την έναρξη της περιόδου μείωσης τον Αύγουστο, η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης του στόχου του -15%, σημειώνοντας αθροιστικά ποσοστιαία μείωση κατά 18.2% σε σχέση με τον μέσο όρο των αντίστοιχων πενταμήνων της πενταετίας 2017-2021.

Επιπλέον, όλες οι τελικές χρήσεις παρουσιάζουν σημαντικές μειώσεις συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021. Πρωτοστατεί η βιομηχανία (-59.7%) και ακολουθούν τα δίκτυα διανομής (-31.9%) και η ηλεκτροπαραγωγή (-27.6%). Oι τάσεις στις τελικές χρήσεις είναι αντίστοιχες και ως προς τον μέσο όρο πενταετίας, με τη βιομηχανία, τα δίκτυα διανομής και την ηλεκτροπαραγωγή να εμφανίζουν μειώσεις κατά 71.1%, 18.2% και 8.9%, αντίστοιχα.

Η κατανάλωση μέσα στο 2022

Αθροιστικά για ολόκληρο το 2022, η κατανάλωση ορυκτού αερίου ήταν 56.5 TWh, κατά 13.4 ΤWh χαμηλότερη από αυτήν του 2021 (-19.2%), επιστρέφοντας ουσιαστικά στα επίπεδα του 2019 (55.4 ΤWh). Ο Δεκέμβριος ήταν ανάμεσα στους δέκα μήνες του 2022, και ο ένατος συνεχόμενος όπου παρατηρήθηκε μείωση σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2021 (Ιανουάριος, Απρίλιος-Δεκέμβριος).

Σε ό,τι αφορά την κατανομή της κατανάλωσης αερίου στις τελικές χρήσεις το 2022 ενισχύθηκε σημαντικά το μερίδιο της ηλεκτροπαραγωγής που έφτασε στο 73.5%. Στη δεύτερη θέση τα δίκτυα διανομής με 21.5% και τελευταία η βιομηχανία με μερίδιο λιγότερο από 5%. Πρόκειται για μια σημαντική ανακατανομή σε σχέση με το 2021 όπου τα μερίδια της ηλεκτροπαραγωγής, των δικτύων διανομής και της βιομηχανίας ήταν 68.7%, 18.8% και 12.6%, αντίστοιχα. H ανακατανομή αυτή προέκυψε κυρίως λόγω της πολύ μεγάλης μείωσης της χρήσης ορυκτού αερίου από τη βιομηχανία σε συνδυασμό με τη συνολική μείωση στην κατανάλωση, ενισχύοντας έτσι το ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής.

Φυσικές ροές εισαγωγών αερίου από τις 4 πύλες εισόδου

Σε ό,τι αφορά τις φυσικές ροές αερίου από τις 4 πύλες εισόδου της χώρας, τον Δεκέμβριο του 2022, το υγροποιημένο ορυκτό αέριο (LNG) που έφτασε στην Αγία Τριάδα ήταν 35% περισσότερο συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2021 και αποτέλεσε με διαφορά την κύρια πηγή αερίου για τη χώρα με 3.9 TWh και μερίδιο 72% των συνολικών φυσικών ροών αερίου που εισήγαγε η Ελλάδα τον Δεκέμβριο.

Αντίθετα, μειωμένες περισσότερο από 2/3 (-67.3%) ήταν οι εισαγωγές ρωσικού αερίου από το Σιδηρόκαστρο που καλύπτουν την εγχώρια κατανάλωση. Ανήλθαν σε μόλις 0.73 ΤWh, αυξημένες ωστόσο σε σχέση με τους προηγούμενους τρεις μήνες οπότε και είχαν πρακτικά μηδενιστεί[1]. Μεγάλη μείωση σημείωσαν οι εισαγωγές από τον ΤΑΡ μέσω Νέας Μεσημβρίας (-52.7%) συνεισφέροντας μόλις 0.59 ΤWh, ενώ μειωμένες κατά 8.9% ήταν και οι εισαγωγές από την Τουρκία μέσω Κήπων (0.22 ΤWh).

Αθροιστικά για ολόκληρο το 2022 οι εισαγωγές ρωσικού αερίου που καλύπτουν την εγχώρια κατανάλωση μειώθηκαν κατά 68.3% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021. Έτσι, με 8.85 TWh και μερίδιο 14.3% μεταξύ των τεσσάρων πυλών εισόδου, το ρωσικό αέριο που προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση έπεσε στην τρίτη θέση από την πρώτη στην οποία βρισκόταν το 2021 με μερίδιο 39.7%.

Αντίθετα, οι εισαγωγές LNG μέσω της Αγίας Τριάδας πέρασαν στην πρώτη θέση φτάνοντας τις 38.08 TWh, μια αύξηση 54% σε σχέση με το 2021, και απόκτησαν έτσι μερίδιο 61.5%. Μείωση κατά 7.5% παρουσίασαν οι εισαγωγές αζέρικου αερίου από τον ΤΑΡ με 12.6 TWh (μερίδιο 20.3%), περνώντας στη δεύτερη θέση για το 2022. Τέλος, μεγάλη μείωση κατά 39.7% σημείωσαν οι αθροιστικές εισαγωγές αερίου από την τέταρτη ποσοτικά πηγή, τους Κήπους, οι οποίες ανήλθαν σε μόλις 2.43 TWh (μερίδιο 3.9%).

Σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat για τη μηνιαία κατανάλωση αερίου στα κράτη μέλη της ΕΕ-27 από τον Ιανουάριο ως τον Νοέμβριο του 2022[2], η Ελλάδα μείωσε την κατανάλωσή της κατά 18.7% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021 και ανέβηκε δύο θέσεις στη σχετική κατάταξη σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, για να βρεθεί στη 11η θέση, 6 θέσεις πιο ψηλά από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (-12.8%). Βελτίωση σημειώθηκε και σε σχέση με τον μέσο όρο της 5ετίας όπου η Ελλάδα τον Νοέμβριο εμφάνισε για πρώτη φορά μέσα στο 2022 μειωμένη κατανάλωση (-3.2%). Η επίδοση αυτή ωστόσο εξακολουθεί να είναι μία από τις χειρότερες στην ΕΕ-27   (5η από το τέλος πίσω από Σλοβακία, Μάλτα, Ισπανία και Ιρλανδία).

Ρυθμός απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο

Λιγότερο εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο είναι η Ελλάδα για το πρώτο δεκάμηνο του 2022 συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε μήνα του 2022 κατόρθωνε να μειώνει τις εισαγωγές ρωσικού αερίου που χρησιμοποιήθηκαν για κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2021, πολύ περισσότερο από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έτσι αθροιστικά μέχρι και τον Οκτώβριο, η Ελλάδα μείωσε τις εισαγωγές ρωσικού αερίου κατά 65,6% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ-27 ήταν 24.2%.