Ανοίγει τον Ιανουάριο ο κύκλος των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας από τους ελεγκτικούς οίκους, με τον Fitch να δημοσιεύει την πρώτη έκθεση της χρονιάς.
Χαμηλά μπαίνει ο πήχης των προσδοκιών για το πρώτο τρίμηνο, ενώ ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προετοιμάζει την πρώτη έξοδο στις αγορές.
Με δηλωμένο τον «εθνικό στόχο» για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023, η κάθε έκθεση αξιολόγησης που θα δημοσιεύεται κατά το τρέχον έτος θα συνιστά «είδηση» για τη χώρα, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν οίκοι οι οποίοι έχουν την Ελλάδα σε… απόσταση βολής, δηλαδή μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική. Δεδομένου ότι αρκεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από έναν και μόνο οίκο -αρκεί αυτός να αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- το πότε θα γίνει η ανάκτηση (και μάλιστα για πρώτη φορά ύστερα από 14 ολόκληρα χρόνια) συνιστά και το μεγάλο «στοίχημα» της χρονιάς. Ο οίκος Fitch -έχει βαθμολογήσει την Ελλάδα με «ΒΒ», δηλαδή δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, χαρακτηρίζοντας τις προοπτικές θετικές- αναμένεται να ανοίξει τον χορό στις 27 Ιανουαρίου. Στο ημερολόγιο για το πρώτο τρίμηνο είναι «σημαδεμένες» δύο ακόμη ημερομηνίες: η 10η Μαρτίου που αναμένεται να δημοσιευτεί η έκθεση της DBRS (έχει ανεβάσει τη βαθμολογία στο «BB High» από τον περασμένο Σεπτέμβριο, χαρακτηρίζοντας τις προοπτικές σταθερές) και η 17η Μαρτίου που αναμένεται η έκθεση του «αυστηρού» Moody’s, ο οποίος και έχει δώσει βαθμολογία «Βa3», χαρακτηρίζοντας και αυτός τις προοπτικές σταθερές.
Στάση αναμονής
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου δεν περιμένουν πολύ θετικές εξελίξεις στο συγκεκριμένο μέτωπο μέσα στο πρώτο τρίμηνο. Όλη η Ευρώπη βρίσκεται σε στάση αναμονής για να «μετρηθούν» οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα από την αύξηση των επιτοκίων και τον πληθωρισμό. Επιπλέον η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό ότι θα βρεθεί επίσημα στο πρώτο τρίμηνο σε προεκλογική περίοδο, οπότε θεωρείται αναμενόμενο ότι οι ελεγκτικοί οίκοι θα τηρήσουν στάση αναμονής μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο σε πολιτικό επίπεδο. Επίσης, είναι καθοριστικής σημασίας να καταγραφεί η πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και κατά το 4ο τρίμηνο του 2022 (σ.σ.: νεότερα αναμένονται στις αρχές Απριλίου) και κατά το 1ο τρίμηνο του 2023, για να καταγραφεί πώς ανταποκρίνεται η ελληνική οικονομία στις προκλήσεις της συγκεκριμένης περιόδου.
Ο ΟΔΔΗΧ έχει «επικοινωνήσει» από το τέλος του 2022 το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού της χώρας για τη φετινή χρονιά -προβλέπει την άντληση 7 δισ. ευρώ μέσα στο έτος ώστε να «ανακυκλωθούν» αντίστοιχου ύψους χρεολύσια- και μάλιστα σκοπεύει να το θέσει άμεσα σε εφαρμογή. Για μια ακόμη χρονιά ο στόχος είναι σημαντικό μέρος του διεκδικούμενου ποσού να αντληθεί στο ξεκίνημα της χρονιάς. Βεβαίως, οι αποδόσεις των ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ωστόσο επιθυμία του οικονομικού επιτελείου είναι να κινηθούμε εκ του ασφαλούς, καθώς οι προκλήσεις και οι αβεβαιότητες της φετινής χρονιάς είναι ουκ ολίγες. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 4,61% και κινείται λίγο υψηλότερα από την αντίστοιχη του ιταλικού (4,49%) και περίπου 220 μονάδες βάσης πάνω από την απόδοση του γερμανικού. Άρα, με τα σημερινά δεδομένα, μια έκδοση 10ετούς διάρκειας είναι πιθανό ότι θα «κοστίσει» έως και 5%. Είναι προφανώς «τσουχτερό» το συγκεκριμένο επιτόκιο, ωστόσο, δεδομένου ότι επίκεινται και νέες αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ουδείς μπορεί να διασφαλίσει ότι δεν θα δούμε και υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον. Αυτό βέβαια στο οποίο μπορεί να προσβλέπει ο υποψήφιος αγοραστής των ελληνικών τίτλων είναι η καταγραφή υψηλότατων αποδόσεων, ειδικά στην περίπτωση που ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα μέχρι το τέλος του 2023.
Φουσκώνει το «μαξιλάρι»
Τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας στην αλλαγή του χρόνου βρέθηκαν πάνω από τα 31 δισ. ευρώ, δηλαδή υψηλότερα από ό,τι αναμενόταν, κάτι που αποδίδεται και στην καλή πορεία των φορολογικών εσόδων. Μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται η εκταμίευση και της δόσης του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και τα χρήματα από την τελευταία δόση των ANFAs και των SMPs, κάτι που θα προσθέσει στα κρατικά ταμεία περισσότερα από 4 δισ. ευρώ.