Τις προκλήσεις που παρουσιάζονται για την ελληνική οικονομία την επόμενη χρονιά, με βάση και τον προϋπολογισμό του 2023, συζήτησαν τέσσερις κορυφαίοι οικονομολόγοι, σε εκδήλωση – συζήτηση, που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος.
Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης, τόνισε πως «σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, τρεις απαιτείται να είναι οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής:
1. Η επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης
2. Η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και
3. Η αποκλιμάκωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.
Για να επιτευχθούν ταυτόχρονα αυτοί οι στόχοι, απαιτούνται σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα οδηγήσουν σε αύξηση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας και τεχνικής προόδου, παραγωγική αναδιάρθρωση υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, διατήρηση σχετικά υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων αλλά και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο Ευρωζώνης».
Από την πλευρά της, η ομότιμη καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ και πρώην υπουργός, Λούκα Κατσέλη, σημείωσε πως «οι σχετικά υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης του εισοδήματος το 2022 (5,6%) δεν πρέπει να μας εφησυχάζουν καθώς μεταβάλλονται από έτος σε έτος ανάλογα με τις Ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις και δεν αποτελούν κριτήριο «οικονομικής ανάπτυξης». Επισήμανε πως «όπως αποδείχθηκε από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2010, οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας την περίοδο 2000-2007 της τάξης του 4% – 5% δεν εμπόδισαν τον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές το 2010. Η πυροδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας προϋποθέτει την αύξηση παραγωγικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, με μεταφορά πόρων από λιγότερες σε περισσότερο παραγωγικές δραστηριότητες. Το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ και η προβληματική τους διάρθρωση, εγκυμονούν κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Λόγω της χαμηλής ιδιωτικής αποταμίευσης και της διεύρυνσης του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης, οι επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν και εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από εξωτερικό δανεισμό και εισροή πόρων από την ΕΕ. Για να διατηρηθούν οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης στο μέλλον αλλά και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να είναι όχι η “εμπροσθοβαρής ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης”, αλλά η αύξηση του ποσοστού επενδύσεων στο ΑΕΠ άνω του 20%, η χρηματοδότηση των επενδύσεων από εθνικούς πόρους σε ποσοστό 70-75% και η υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων που θα προάγουν τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ή/και θα υποκαθιστούν εισαγωγές».
Με τη σειρά του, ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού, υπογράμμισε ότι ο προϋπολογισμός του 2023 αποτυπώνει τη μεγάλη πρόοδο της ελληνικής οικονομίας από το 2019 και ύστερα, και τις θετικές προοπτικές της, παρά τις διαδοχικές εξωγενείς κρίσεις. Παρατήρησε, επίσης, πως τα δημόσια οικονομικά έχουν επανέλθει σε τροχιά βελτίωσης, το δημόσιο χρέος μειώνεται με ρυθμούς ρεκόρ και ο τραπεζικός τομέας έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, όσον αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αύξηση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Τέλος, παρέθεσε μια σειρά από λόγους, βάσει των οποίων είναι ορθολογικά αισιόδοξος ότι η ελληνική οικονομία θα επιδείξει ανθεκτικότητα απέναντι και σε αυτή τη νέα, εξωγενή κρίση. Με βάση τα παραπάνω, η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας το 2023 είναι εφικτός στόχος.
Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, είπε ότι «η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ομαλής προσγείωσης, καθώς οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης των δύο πρώτων τριμήνων επιβραδύνονται. Αυτό δεν συνιστά απειλή για τον δημοσιονομικό στόχο του τρέχοντος έτους, αλλά ενισχύει τις αβεβαιότητες για το επόμενο. Σε αυτό, έρχονται να προστεθούν οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον, όπως ο πληθωρισμός, το ενεργειακό κόστος και η άνοδος των επιτοκίων, αλλά και από το εγχώριο, όπως ο πολιτικός κίνδυνος. Ειδικά για το τελευταίο, αξίζει να τονιστεί η οικονομική σημασία της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών».
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας, είπε ότι «διανύουμε μια περίοδο παρατεταμένων διαταραχών, τόσο εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας, όσο και των καταιγιστικών γεωπολιτικών εξελίξεων, που έχουν ως αποτέλεσμα να διατηρείται η αβεβαιότητα σε υψηλά επίπεδα. Παρά τις αντιξοότητες, η ελληνική οικονομία δείχνει πρωτόγνωρη ανθεκτικότητα. Η ανεργία μειώνεται με γοργούς ρυθμούς, όπως και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Άξια αναφοράς είναι η ραγδαία αύξηση των επενδύσεων, σε πρωτοφανή επίπεδα για την ελληνική οικονομία, καθώς και η αύξηση των εξαγωγών. Αυτό αποδεικνύει ότι αλλάζει ριζικά το παραγωγικό μοντέλο της χώρας».