Ένα πολεμικό έτος, όπως αποδείχθηκε το 2022, ανέτρεψε όλες τις προβλέψεις για την πορεία των οικονομιών και έφερε νοικοκυριά, επιχειρήσεις, κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες αντιμέτωπα με τον μεγάλο «εχθρό»: Την ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό. Ο δεύτερος θα είναι πιθανότατα μαζί μας για πολύ ακόμη, προειδοποιεί ο Θέμης Θεμιστοκλέους, head EMEA Investment Office στη UBS σε συνέντευξή του στη Ναυτεμπορική και τη Νατάσα Στασινού. Ο ελβετικός επενδυτικός κολοσσός θεωρεί ότι ύστερα από μία δεκαετία μεγάλων αλλαγών, έρχεται μπροστά μας μία δεκαετία κατά την οποία όλοι θα επιζητούν περισσότερη ασφάλεια: ενεργειακή, επισιτιστική, σε επίπεδο άμυνας, αλλά και στον κυβερνοχώρο. Αυτό σημαίνει έναν πιο «κλειστό» κόσμο, αναστροφή σε έναν βαθμό της παγκοσμιοποίησης και νέες μεγάλες προκλήσεις. Φέρνει όμως και ευκαιρίες. Για να είναι βιώσιμη στον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» η ελληνική οικονομία πρέπει να συνεχίσει να μεταρρυθμίζεται.
Το βάρος του πληθωρισμού
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Σήμερα η μεγάλη πρόκληση είναι ο πληθωρισμός και η απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού που απαιτεί η καταπολέμησή του. «Πόσο θα πληγώσει η αυστηρή νομισματική πολιτική την οικονομία»; είναι το ερώτημα που θέσαμε στον κ. Θεμιστοκλέους. «Τα αυξημένα επιτόκια σίγουρα θα έχουν αντίκτυπο στην οικονομία, αλλά πρέπει να δούμε πρώτα τον αντίκτυπο που έχει ο ίδιος ο πληθωρισμός. Αν έχεις πληθωρισμό 10% και ο ρυθμός αύξησης των μισθών είναι στο 2%, είσαι 8% πιο φτωχός» σημειώνει και εξηγεί: «Αυτό σημαίνει ότι αγοράζεις λιγότερα και αποταμιεύεις λιγότερα».
Το φάρμακο των επιτοκίων και οι παρενέργειες
Οι κεντρικές τράπεζες ανέκαθεν είχαν ως βασικό εργαλείο τα επιτόκια. Αυτό που διαφέρει σήμερα σε σχέση με άλλες κρίσεις του παρελθόντος είναι πως οι επιτοκιακές αυξήσεις θα πρέπει να είναι αναγκαστικά εμπροσθοβαρείς. Και τούτο γιατί η οικονομία δείχνει ήδη σημάδια αποδυνάμωσης και επομένως δεν θα μπορούσε να αντέξει έναν μεγάλης διάρκειας περιοριστικό νομισματικό κύκλο. «Υπό κανονικές συνθήκες οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν το κόστος δανεισμού σε περιόδους ανάπτυξης και τα μειώνουν όταν αρχίσει η ύφεση. Σήμερα όμως η Ευρώπη είναι ήδη ίσως σε ύφεση και τα επιτόκια πρέπει να αυξηθούν για να πέσει ο πληθωρισμός. Δεν μπορούν να το παρατείνουν αυτό για πολύ, για αυτό και οι αυξήσεις τους είναι εμπροσθοβαρείς» λέει.
Τα υψηλά επιτόκια όμως σημαίνουν και πιο αυξημένα βάρη για τους δανειολήπτες. Πόσο λοιπόν τον ανησυχεί το βάρος του ιδιωτικού χρέους; Εδώ ο κ. Θεμιστοκλέους εμφανίζεται καθησυχαστικός. Και τούτο γιατί οι Ευρωπαίοι καταναλωτές έχοντας βάλει στην άκρη σημαντικά ποσά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τώρα έχουν το «μαξιλάρι» των αποταμιεύσεων. Σε μία τυπική ύφεση καταναλωτές και επιχειρήσεις έχουν ήδη υψηλά χρέη και προσπαθούν να κάνουν απομόχλευση, με αποτέλεσμα να εντείνεται ακόμη περισσότερο η πίεση στην οικονομία. Αυτή τη φορά όμως, όπως εξηγεί, δεν το έχουμε αυτό το αρνητικό στοιχείο.
Το καμπανάκι χτυπάει παρόλα αυτά για τις κυβερνήσεις. Αυτές βαρύνονται με υψηλότερα χρέη, αφού στην πανδημία αναγκάστηκαν να κλείσουν τις οικονομίες τους και να προωθήσουν σχέδια στήριξης. Ο πληθωρισμός βοηθάει να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. «Το βλέπουμε στην Ελλάδα, την Ιταλία. Αλλά πρέπει να είμαστε προσεχτικοί. Βοηθά έως έναν βαθμό. Αν η κυβέρνηση αρχίσει να δαπανά πολύ χρήμα για να στηρίξει τους καταναλωτές λόγω του υψηλού πληθωρισμού τότε χάνει το πλεονέκτημα αυτό» σημειώνει και προσθέτει: «Πραγματικά ελπίζω οι κυβερνήσεις να μην σταματήσουν τις μεταρρυθμίσεις επειδή βλέπουν την αναλογία χρέους / ΑΕΠ να υποχωρεί».
Η Ευρώπη και τα μαθήματα των κρίσεων
Όμως η σημερινή κατάσταση απαιτεί απαντήσεις και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πώς λοιπόν αξιολογείται η αντίδραση της Ευρώπης στις κρίσεις των τελευταίων ετών; Έχει μάθει τελικά το μάθημα της κρίσης χρέους; «Και ναι και όχι» απαντά ο κ. Θεμιστοκλέους. «Είδαμε στην πανδημία το Ταμείο Ανάκαμψης – ήταν τεράστιο βήμα για την Ευρώπη και ήρθε σχετικά γρήγορα… Στην ενεργειακή κρίση όμως ακόμη και σήμερα δεν έχουμε ενιαία στρατηγική, δεν έχουμε ενιαία δημοσιονομική πολιτική, ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο» αναφέρει. Ο κατακερματισμός εξακολουθεί να είναι μεγάλο αγκάθι για την Ευρώπη,. Αλλά η ελπίδα δεν χάνεται. «Ξέρουμε ότι σε περιπτώσεις οξείας κρίσης, τελικά οι χώρες της Ε.Ε. ενώνουν δυνάμεις και τα καταφέρνουν».
Δεν έχει πάντως πολλά περιθώρια ακόμη η Ε.Ε. να παίζει καθυστερήσεις. Μπαίνουμε σε μία νέα εποχή. «Ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι χώρες θα εστιάζουν πλέον ενεργειακή ασφάλεια, την επισιτιστική επάρκεια, την άμυνα, την κυβερνοασφάλεια. Αυτό θα είναι το νέο στοιχεία για την επόμενη δεκαετία» τονίζει, εξηγώντας πως αυτό έχει συνέπειες σε πολλά μέτωπα, ακόμη και στον πληθωρισμό.
«Σε κάποιον βαθμό η νέα εποχή σημαίνει αναστροφή της παγκοσμιοποίησης. Οι περισσότεροι θα θέλουν να τονώσουν την εγχώρια παραγωγή, για να περιορίσουν την εξάρτηση από τρίτες χώρες. Είναι μία φάση μετάβασης. Σε αυτήν θα μπορούσαμε να δούμε ακόμη μεγαλύτερη μεταβλητότητα στις αγορές ενέργειας και υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, προειδοποιεί ο κ. Θεμιστοκλέους.
Θα συνεχίσουμε να έχουμε ανάγκη πετρέλαιο και φυσικό αέριο για πολλά χρόνια ακόμη
Παρά τη στροφή στην πράσινη ενέργεια, σημειώνει, η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει να έχει ανάγκη το πετρέλαιο για πολλά χρόνια ακόμη. Η ζήτηση του πετρελαίου θα συνεχίσει να αυξάνεται και πιθανότατα θα κορυφωθεί κοντά στο 2030. Επίσης το φυσικό αέριο θα λειτουργήσει πιθανότατα ως το μέσο της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ). «Η μετάβαση θα σημαίνει όμως και ευκαιρίες για τους επενδυτές, καθώς οι κυβερνήσεις θα δώσουν έμφαση σε μεγάλες επενδύσεις στις ΑΠΕ και σε τεχνολογίες που συνδέονται με την επισιτιστική επάρκεια.
Έμφαση θα δοθεί και στη βιώσιμη ανάπτυξη. «Την αφήσαμε αυτόν τον χρόνο λόγω της ενεργειακής κρίσης και της ανάγκης για επιστροφή στον άνθρακα ή στροφή στο φυσικό αέριο. Ωστόσο το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής δεν θα φύγει. Τα επόμενα χρόνια θα γίνει ακόμη πιο οξύ. Οπότε και εκεί θα πρέπει να εστιάσουμε» τονίζει.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον μήπως τελικά η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει πίσω σε σχέση με ΗΠΑ και Κίνα; Στο χέρι της είναι αυτό να μην συμβεί. «Η Ευρώπη δεν θα χάσει ανταγωνιστικότητα έναντι της Κίνας ή της Ιαπωνίας που εξαρτώνται επίσης από το LNG. Τα πράγματα είναι βεβαίως διαφορετικά με τις ΗΠΑ, όπου οι τιμές των καυσίμων είναι πολύ φθηνότερες. οι ΗΠΑ θα έχουν κάπου ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (όπου χρειάζονται ορυκτά καύσιμα ) αλλά υπάρχουν πολλοί τομείς ακόμη, στους οποίους η Ευρώπη μπορεί να εξισορροπήσει την κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Μέση Ανατολή έχει τεράστιο πλεονέκτημα στις τιμές των καυσίμων, αλλά δεν πρωταγωνιστεί στην παγκόσμια οικονομία» αναφέρει.
Το στοίχημα της Ελλάδας
Και για την Ελλάδα ποιο είναι τελικά το μεγάλο στοίχημα; «Συνεχίστε τις μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια να καταστεί η ελληνική οικονομία πιο ευέλικτη, πιο προσαρμόσιμη, να προχωρήσει ο ψηφιακός μετασχηματισμός ώστε να γίνει πιο ελκυστικός προορισμός επενδύσεων».
Αυτό που έχει η Ελλάδα σε αφθονία είναι ο καλός καιρός. «Μετά τον Covid πολλοί άνθρωποι θέλουν να ισορροπήσουν εργασία και ζωή, επανεξετάζουν το από πού θα δουλεύουν» σημειώνει. Υπό τις συνθήκες αυτές η Ελλάδα είναι φυσικός προορισμός για digital nomads. Αλλά χρειάζεται τις κατάλληλες υποδομές. ν διασφαλιστεί ότι υπάρχουν οι σωστές υποδομές και το νομοθετικό πλαίσιο είναι ελκυστικό και υπάρχει ευελιξία οι τεχνολογικές εταιρείες θα βλέπουν την Ελλάδα ως πιθανό προορισμό για τις δραστηριότητές τους.
Όσο για τους οίκους αξιολόγησης; «Αυτοί θα κοιτάξουν τα σκληρά δεδομένα και τις μεταρρυθμίσεις – γιατί αυτές είναι ο μελλοντικός ρυθμός ανάπτυξης» εξηγεί ο κ. Θεμιστοκλέους. Οι οίκοι θέλουν δημοσιονομική πειθαρχία και περιμένουν να δουν εάν η Ελλάδα θα μπορεί να πετύχει «αξιοπρεπή» ανάπτυξη το 2023 όταν η Ευρωζώνη θα είναι πιθανότατα σε ύφεση. Όσο για την επενδυτική βαθμίδα, αυτή θα μπορούσε να έρθει στο δεύτερο εξάμηνο, όπως είχε επισημάνει ο κ. Θεμιστοκλέους και στο συνέδριο της Ναυτεμπορικής.
Οι ελληνικές εκλογές και το παράδειγμα Ιταλίας – Βρετανίας
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν βέβαια στραμμένο το βλέμμα και στις επικείμενες κάλπες. Αυτές όμως δεν φαίνεται να ανησυχούν τη UBS, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά τους.
«Θα πρέπει να σημειώσουμε κάτι σε σχέση με όσους προσπαθούν να προβλέψουν τι θα σημαίνει το αποτελεσμα των εκλογών. Έχουμε τα πρόσφατα παραδείγματα της Ιταλίας και της Βρετανίας. Στην Ιταλία όσοι παρακολουθούσαν τις πολιτικές εξελίξεις ανησυχούσαν για το αποτέλεσμα. Έχουμε όμως μία κυβέρνηση που φαίνεται να προσεγγίζει την οικονομία με πολλή προσοχή και να ασπάζεται την οικονομική ορθοδοξία. Καταλαβαίνουν ότι είναι πολύ σημαντικά τα ευρωπαϊκά κεφάλαια και θέλουν να συνεχίσουν να τα λαμβάνουν. Είναι έτσι πρόθυμοι να λειτουργούν μέσα στις ευρωπαϊκές γραμμές» σημειώνει.
Από την άλλη στη Βρετανία δεν είχαμε καν αλλαγή κόμματος στην εξουσία. Ανέλαβε απλώς μία νέα πρωθυπουργός, που με τις δημοσιονομικές ανακοινώσεις της σόκαρε τις αγορές και προκάλεσε σφοδρές αναταράξεις. «Αυτές οδήγησαν τελικά και σε αλλαγή πρωθυπουργού. Η αγορά δηλαδή υπαγορεύει σε έναν βαθμό την πειθαρχία» καταλήγει.