Έχοντας βιώσει πάνω από μία δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων η ελληνική οικονομία στάθηκε και πάλι δυνατά στα πόδια της το 2021 για να βρεθεί απέναντι σε μία νέα παγκόσμια πρόκληση φέτος – τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σφοδρή ενεργειακή κρίση που αυτός πυροδότησε. Τώρα, σε ένα περιβάλλον εκρηκτικού πληθωρισμού, ραγδαίας αύξησης του κόστους του χρήματος, διαρκών γεωπολιτικών εντάσεων και επίμονης αβεβαιότητας, αναζητεί τον δρόμο που θα κρατήσει ζωντανούς τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης και της επενδυτικής βαθμίδας.
Η Ναυτεμπορική έθεσε στους 4 μεγάλους οίκους αξιολόγησης το ερώτημα ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια, που θα χρειαστεί να ξεπεράσει – χωρίς να σκοντάψει- η Ελλάδα το 2023, αλλά και ποιες ευκαιρίες ανοίγονται μπροστά της στο νέο αυτό οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, που διαμορφώνεται.
Στα μηνύματά τους εξηγούν τις προϋποθέσεις που θα διατηρήσουν τη χώρα σε σταθερή τροχιά, σε μία χρονιά εκλογών, χτυπούν καμπανάκι για μακροπρόθεσμες προκλήσεις πέραν της όποιας διεθνούς συγκυρίας (όπως η γήρανση του πληθυσμού), αλλά και εξηγούν ποιες είναι οι ευκαιρίες που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε να πάμε χαμένες. Περισσότερη εξωστρέφεια, αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, συνετά βήματα στο δημοσιονομικό πεδίο, αλλά και μία νέα ματιά στο αναπτυξιακό μοντέλο θα πρέπει, όπως τονίζουν, να είναι οι «οδηγοί» μας για το μέλλον.
S&P Global Ratings – Marko Mrsnik, Analytical Manager
Ύστερα από ένα ισχυρό 2022, περιμένουμε η ελληνική οικονομία να επιβραδυνθεί αισθητά το 2023, με το ΑΕΠ να αναπτύσσεται κατά 1,7% δεδομένου του εκρηκτικού ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού, καθώς και της φθίνουσας ζήτησης σε βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ευρωζώνης, επισημαίνει ο Marsk Mrsnik, Analytical Manager του S&P Ratings.
Παρόλα αυτά εκτιμούμε ότι η οικονομική επίδοση της Ελλάδας θα υπερβεί εκείνη του μέσου όρου της Ευρωζώνης, εν μέρει χάρη στο μικρότερο μερίδιο που έχουν στο ΑΕΠ τομείς σε ευαίσθητοι στο ενεργειακό κόστος και τα επιτόκια (η βιομηχανική δραστηριότητα και οι κατασκευές αντιστοιχούν στο 17% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας έναντι μέσου όρου 25% στην Ε.Ε.). Η ελληνική οικονομία είναι ανοιχτή (με την αναλογία εξαγωγών/ΑΕΠ στο 45%), με πολύ μεγάλο τουριστικό κλάδο (απασχολεί το 28% του συνόλου των εργαζομένων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας), που θα συνεχίσει να επηρεάζεται από τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες. Όσο για τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, περιλαμβάνουν την ανάγκη να αντισταθμίσει το βαρίδι της γήρανσης του πληθυσμού, αυξάνοντας τα ποσοστά εργασιακής δραστηριότητας στην οικονομία, τα οποία είναι χαμηλά συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Μεσοπρόθεσμα, πιστεύουμε ότι μία από τις βασικές προκλήσεις για την Ελλάδα την επόμενη χρονιά θα είναι να συνεχίσει να περιορίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα εν μέσω επιδείνωσης του οικονομικού περιβάλλοντος. Η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, κυρίως στηριζόμενη στον σταδιακό τερματισμό των μέτρων στήριξης που συνδέονται είτε με την πανδημία είτε με την ενέργεια και στον φόρο που επιβάλλεται στα υπερέσοδα των παραγωγών ηλεκτρικού ρεύματος,. Αν και πιστεύουμε ότι μία οικονομική επιβράδυνση και πιθανά πρόσθετα μέτρα στήριξης ενόψει των γενικών εκλογών του 2023, ίσως υπονομεύσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, περιμένουμε να δούμε το δημοσιονομικό έλλειμμα να υποχωρεί περαιτέρω, τοποθετώντας εμφανώς το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά.
Επιπλέον, ενώ το ευνοϊκό προφίλ του δημοσίου χρέους και τα ισχυρά ταμειακά αποθέματα στηρίζουν το δημοσιονομικό μαξιλάρι της κυβέρνησης, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να πιέσει τα δημοσιονομικά κυρίως εξαιτίας του αντίκτυπου που θα έχει στην ανάπτυξη του ΑΕΠ.
Ανεξάρτητα από το πόσο θα πλήξει την ανάπτυξη η στενότητα στην παγκόσμια ρευστότητα και η πιο αδύναμη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί από τη σημαντική εισροή κεφαλαίων του NextGenerationEU (NGEU), που θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση διαρθρωτικών project για την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική και περιφερειακή συνοχή. Αυτά τα κεφάλαια θα έπρεπε να στηρίξουν τη ζήτηση και την προσφορά για νέα δάνεια μέσα στα επόμενα χρόνια σε έναν τραπεζικό τομέα, που έχει καταβάλλει αξιοσημείωτη προσπάθεια για τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού, μειώνοντας το τεράστιο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE), παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Μετά την έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τον Αύγουστο, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπόκειται σε μεταπρογραμματική παρακολούθηση με έμφαση στην επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού και τη συνεχή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η συνεχιζόμενη ελάφρυνση χρέους και η επιστροφή των κερδών από ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες στη βάση της Συμφωνίας ANFA/SMP.
Λαμβάνοντας υπόψη και τις εκλογές που θα διεξαχθούν έως τον Ιούλιο του 2023, πιστεύουμε ότι αυτά τα προγράμματα και τα διαθέσιμα κεφάλαια NGEU θα δώσουν ισχυρό κίνητρο στην επόμενη κυβέρνηση να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Moody’s – αναλυτές
Η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει δυναμικά από την πανδημία και είναι 5% μεγαλύτερη σε πραγματικούς όρους από ό,τι ήταν το τέταρτο τρίμηνο του 2019, σε μία επίδοση που υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρώπης. «Περιμένουμε ο ισχυρός τουριστικός κλάδος, η εσωτερική κατανάλωση και οι επενδύσεις, όπως επίσης και οι εξαγωγές αγαθών να οδηγήσουν σε μία υγιή ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,3% το 2022, έναντι μέσου όρου 3,3% για την την ΕΕ-27» αναφέρουν οι αναλυτές της Moody’s στη «Ν».
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI) είναι σε επίπεδα – ρεκόρ, έχοντας αυξηθεί κατά 74,3% το 2021 και 60% το πρώτο εξάμηνο του έτους σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα, γεγονός που αντανακλά την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προορισμούς για επενδύσεις και είναι αποτέλεσμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των προσπαθειών για ιδιωτικοποιήσεις τα τελευταία χρόνια. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις έχουν επεκταθεί σε τομείς όπως η IT και πράσινη επιχειρηματικότητα, η οποία θα στηρίξει τη μακροπρόθεσμη προοπτική.
Ωστόσο προβλέπουμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί το 1,8% το 2023, καθώς οι ενεργειακές τιμές τροφοδοτούν ευρύτερες πιέσεις στις τιμές και αποδυναμώνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Τα αυξανόμενα επιτόκια θα αρχίσουν επίσης να λειτουργούν ως βαρίδι στις επενδύσεις. Δεδομένης της ισχυρής ανάκαμψης του τουρισμού του 2022, υπάρχει επίσης περιορισμένη δυνατότητα για περαιτέρω επιτάχυνση του κλάδου. Μία βαθύτερη των εκτιμήσεων ύφεση σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, είναι επίσης ένας βασικός κίνδυνος για την ελληνική ανάπτυξη.
Στην μετά του 2023 εποχή, οι διαρθρωτικοί παράγοντες θα συνεχίσουν να συγκρατούν τη δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 1,2%. Το κρατικό χρέος έχει υποχωρήσει 193,3% του ΑΕΠ στα τέλη του 2021 από 206,3% το 2020 και προβλέπουμε ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ και πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023, που θα στηρίξουν την περαιτέρω πτώση του στο 154% έως το 2026. Παρόλα αυτά η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει από τα πιο υψηλά επίπεδα χρέους παγκοσμίως έως τότε.
Τα ταμειακά διαθέσιμα και η μέση ωρίμανση των ομολόγων που υπερβαίνει τα 18 έτη περιορίζουν τους άμεσους κινδύνους ρευστότητας. Αλλά για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, είναι καθοριστικής σημασίας το να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των πιστωτών του επίσημου τομέα.
Επιπρόσθετα, ο πληθυσμός της Ελλάδας γηράσκει ταχύτατα και έχει βιώσει ένα σημαντικό brain drain από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης και χρίσης χρέους του ευρώ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat το ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας 20 έως 64 ετών στην Ελλάδα θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν εννέα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050.
Ως αποτέλεσμα η όποια βιώσιμη επιτάχυνση στις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης πέρα από το 2025 θα εξαρτηθεί από το εάν θα επιτευχθεί τόνωση στις επενδύσεις και την παραγωγικότητα.
Fitch Ratings – αναλυτές
Η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μία σειρά προκλήσεων για το 2023, σημειώνει ο Fitch και εξηγεί: Η πρώτη θα είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας. Κατά την άποψή μας ο βασικός κίνδυνος για τα δημοσιονομικά της Ελλάδας είναι πως οι υψηλότερες τιμές ενέργειας θα συνοδευθούν από περαιτέρω αυξήσεις στις επιδοτήσεις, ειδικά ενόψει των βουλευτικών εκλογών που θα λάβουν χώρα έως τον Ιούλιο του 2023.
Μία δεύτερη πρόκληση αφορά την εκτέλεση του Ελλάδα 2.0. Η ενεργειακή κρίση και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί καθιστούν την αποτελεσματική αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης ακόμη πιο σημαντική για τη βελτίωση των αναπτυξιακών επιδόσεων.
Από την έναρξη της κρίσης χρέους η Ελλάδα υποφέρει από πολύ χαμηλά ποσοστά επενδύσεων. Τους τελευταίους μήνες υπήρξαν κάποιες ενδείξεις ότι η τάση αυτή αντιστρέφεται. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν σε πραγματικούς όρους κατά 11% το πρώτο εξάμηνο του έτους και ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέβηκαν στο 13% κατά μέσο όρο στα τέσσερα τρίμηνα έως το δεύτερο τρίμηνο του 2022, υψηλότερα δηλαδή από τον μέσο όρο της πενταετίας πριν από την πανδημία, όταν ήταν ακόμη κοντά στο 11%, αλλά παραμένουν περίπου στο ήμισυ του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Πιστεύουμε ότι το σχέδιο Ελλάδα 2.0, εάν εφαρμοστεί αποτελεσματικά, θα στηρίξει την οικονομία και θα αυξήσει τη συνολική ζήτηση. Θα μπορούσε να προσθέσει περί τα 3 δισ. ευρώ σε πραγματικούς όρους στα επίπεδα του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά, περιορίζοντας έτσι τον αντίκτυπο της επικείμενης επιβράδυνσης. Υπό αυτή την έννοια, και ερχόμενοι στο δεύτερο ερώτημα, το Ελλάδα 2.0 συνιστά και μία σημαντική ευκαιρία για την ελληνική οικονομία.
Εν καιρώ, η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει έναν πιο σχετικό ρόλο ως ενεργειακό hub στη Μεσόγειο. Είναι πιθανότατα πολύ νωρίς να εκτιμήσει κανείς τα πιθανά οφέλη, αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι μία ευκαιρία για την Ελλάδα για περαιτέρω στήριξη στην ανάπτυξη του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. O αγωγός διασύνδεσης Ελλάδας – Βουλγαρίας (που εγκαινιάστηκε την 1η Οκτωβρίου) είναι ένα σημαντικό project, το οποίο θα συνιστά βασική διαδρομή για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Ελλάδα και ο Διαδρατικός Αγωγός (TAP) προς τη Βουλγαρία και τις γειτονικές χώρες.
Κοιτάζοντας σε πιο κοντινό ορίζοντα, η ενεργειακή κρίση θα εισέλθει σε φάση λεπτών ισορροπιών τους επόμενους μήνες. Ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία είναι ανθεκτική στην ενεργειακή κρίση (τη δεύτερη κρίση σε διάστημα δύο ετών) θα είναι καθοριστικός παράγοντας για την αξιολόγησή μας. Η μάκρο ανθεκτικότητα πιθανότατα θα οδηγήσει σε μία βελτίωση στο δημοσιονομικό πεδίο, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να ενισχύσει την πεποίθησή μας ότι το δημόσιο χρέος θα παραμείνει σε τροχιά συρρίκνωσης. Η συνεχής βελτίωση πρόοδος στην ποιότητα του ενεργητικού των συστημικών ελληνικών τραπεζών είναι επίσης ένας παράγοντας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας.
Scope Ratings – Dennis Shen, Director
Το να αποτραπεί μία αισθητή αύξηση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων συνιστά την πιο ουσιαστική πρόκληση για την ελληνική οικονομία το επόμενο έτος, προειδοποιεί ο Dennis Shen, Director στον Scope Ratings, που πρόσφατα αναβάθμισε το outlook του ελληνικού αξιόχρεου. Η απόδοση του ελληνικού κρατικού 10ετους ομολόγου αυξήθηκε πρόσφατα ακόμη και πάνω από το 5%, για να υπάρξει διόρθωση στη συνέχεια μετά τις πιο ήπιες επισημάνσεις από το ΔΣ της ΕΚΤ στα τέλη Οκτωβρίου. Ένα σενάριο θέλει τον υψηλό πληθωρισμό να επιμένει πολύ περισσότερο από ο,τι αναμένεται – αναγκάζοντας την ΕΚΤ σε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων και μετά την άνοιξη του 2023, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει τις αποδόσεις των ομολόγων σε επίπεδα, που είχαμε να δούμε κατά την κορύφωση της πανδημίας του Covid-19 το 2020. Ένα τέτοιο δυσμενές σενάριο με βάση το οποίο ο πληθωρισμός στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη θα επέμενε κοντά στο 10% θα μπορούσαν να δοκιμάσουν σημαντικά την εμπιστοσύνη της αγοράς στην εντολή της ΕΚΤ για σταθερότητα τιμών και να περιορίσουν τη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να αποκαταστήσει τη σταθερότητα εντός των αγορών χρέους της Ευρωζώνης.
Ένα σενάριο στο οποίο η ΕΚΤ θα έχει εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα να δρα ως πιστωτής τελευταίου καταφυγίου θα ήταν μία σοβαρή απειλή για την Ελλάδα, ειδικά όσο δεν έχει πιάσει την επενδυτική βαθμίδα. Μία στροφή σε υψηλότερης ποιότητας ενεργητικό θα περιόριζε την πρόσβαση της χώρας στις αγορές. Το νέο εργαλείο (Transmission Protection Instrument) της ΕΚΤ δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί, ενώ συνοδεύεται από θολά κριτήρια επιλεξιμότητας και ενεργοποίησης. Τα ακριβή κανάλια για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά σε ένα τέτοιο σενάριο είναι ασαφή.
Επομένως, το να καταφέρει η ΕΚΤ να περιορίσει αισθητά τον πληθωρισμό και να διατηρήσει την αξιοπιστία της ως προς το «ό,τι χρειαστεί» παραμένει καθοριστικής σημασίας για την αποτροπή μίας τέτοιας αντίξοης συνθήκης.
Το ενδιαφέρον, όμως, είναι πως η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα το 2023 – η διασφάλιση ότι τα αυξανόμενα επιτόκια δεν θα προκαλέσουν κρίση χρέους- έχει και μία τελείως διαφορετική όψη: διασταυρώνεται με τη μεγαλύτερη ευκαιρία που θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί η Ελλάδα την επόμενη χρονιά: τους καρπούς του υψηλού πληθωρισμού.
Σχεδόν τα πάντα έχουν ήδη δοκιμαστεί για τη μείωση του ελληνικού χρέους σε επίπεδα πιο βιώσιμα επίπεδα από την εποχή της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, από τη δημοσιονομική προσαρμογή και την εσωτερική υποτίμηση σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης και αναδιάρθρωση χρέους. Καμία από αυτές τις λύσεις δεν λειτούργησαν για μεγάλο διάστημα την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα, τα επίπεδα του ελληνικού χρέους έφτασαν σε νέα επίπεδα – ρεκόρ του 206% του ΑΕΠ το 2020. Γιατί λοιπόν όχι ο πληθωρισμός;
Ο πληθωρισμός ήδη ώθησε το ελληνικό χρέος 10 μονάδες χαμηλότερα, στο 193% μέσα σε έναν χρόνο το 2021. Περιμένουμε την αναλογία να υποχωρήσει περαιτέρω, στο 146,5% του ΑΕΠ έως το 2027, στη βάση της υπόθεσης ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σχετικά υψηλότερα για μεγαλύτερο διάστημα, σε πλήρη αντίθεση με τον αποπληθωρισμό που παρατηρήθηκε το 2021.
Έως έναν βαθμό, μία τόσο δυναμικά πτωτική τροχιά του χρέους θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στην εμπιστοσύνη των αγορών και των οίκων αξιολόγησης – ακόμη και εάν η ΕΚΤ αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια αισθητά περισσότερο από ό,τι θέλει την επόμενη χρονιά.
Επομένως, ο πληθωρισμός- ο παράγοντας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει την πιο μεγάλη απειλή για την Ελλάδα την επόμενη χρονιά: μία “επίθεση” των αγορών χρέους κατά των πιο ευάλωτων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου- είναι επίσης πιθανότατα η μεγαλύτερη ελπίδα της ελληνικής κυβέρνησης για βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα.
Από την ειδική έκδοση Ελληνική Οικονομία: Προκλήσεις και Ευκαιρίες σε ένα απρόβλεπτο μέλλον»