Την επόμενη Τρίτη, 22 του μηνός, αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα η 1η έκθεση μεταπρογραμματικής παρακολούθησης της χώρας, η οποία θα τεθεί προς συζήτηση στο Eurogroup του Δεκεμβρίου. Μια έκθεση η οποία από ό,τι φαίνεται θα έχει μία ιδιαίτερη αξία, καθώς, εφόσον είναι θετική, θα οδηγήσει στο οριστικό επιτυχές κλείσιμο ενός «κεφαλαίου» που λέγεται 3ο μνημόνιο. Θα ανοίξει τον δρόμο για την εκταμίευση της τελευταίας δόσης, που εκκρεμεί από το 2019, που είναι η επιστροφή των κερδών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων (SMP’s & ANFA’s) ύψους 744 εκατ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να γίνει αποδεκτή η οριστική διαγραφή του υπολοίπου των οφειλών λόγω επιτοκιακού περιθωρίου που εκτείνονται και στα επόμενα χρόνια και ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για την οριστική διαγραφή του επιτοκιακού περιθωρίου 2% που είχε επιβληθεί σε δάνειο του 2012 από τον EFSF, το οποίο βαρύνει με 220 εκατ. ευρώ τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου ετησίως και συνολικά αντιστοιχεί σε περίπου 5,2 δισ. ευρώ. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, η ονομαστική αξία του ανέρχεται σε 3,5 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που εφαρμόζεται μετά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο το 2018, η Ελλάδα απαλλασσόταν από την καταβολή αυτού του επιτοκιακού περιθωρίου, μαζί με την επιστροφή των SMPs και ANFAs. Η διαγραφή του υπολοίπου των οφειλών λόγω επιτοκιακού περιθωρίου, ύψους περίπου 5,2 δισ. ευρώ, θα συνιστά μια σημαντική ελάφρυνση χρέους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη σταθερή αποκλιμάκωσή του, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει αναλογικά το υψηλότερο στην Ευρώπη, με την Ιταλία να ακολουθεί. Το ύψος του χρέους, σε συνδυασμό με την απουσία της επενδυτικής βαθμίδας (στόχος παραμένει η ανάκτησή της εντός του 2023), προσθέτουν στα επιτόκια με τα οποία δανείζεται η Ελλάδα από τις αγορές ένα «ασφάλιστρο υψηλού κινδύνου».
Τι καθιστά βιώσιμο το δημόσιο χρέος
Παρά το μέγεθός του, όμως, οι συμφωνίες που έχουν γίνει από το 2012 έως και το 2018 έχουν καταστήσει το ελληνικό χρέος περισσότερο βιώσιμο από το ιταλικό, το ισπανικό και το πορτογαλικό, καθώς:
- Το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του χρόνου οι τόκοι που καταβάλλονται ανέρχονται σε περίπου 5,5 δισ. ευρώ, από 15,7 δισ. ευρώ το 2010.
- Ο μέσος χρόνος μέχρι και την αποπληρωμή του χρέους είναι τα 21 χρόνια, έναντι 10-15 ετών που είναι ο μέσος χρόνος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο χρόνος αυτός δίνει άνεση στις ελληνικές αρχές να σχεδιάζουν τις νέες εκδόσεις χωρίς την πίεση που δημιουργούν οι συνεχείς λήξεις ομολόγων και έτσι να πετυχαίνουν και καλύτερα επιτόκια δανεισμού
- Από τα 355 δισ. του χρέους, τα 242 δισ. αφορούν τον λεγόμενο «επίσημο τομέα». Μετά την εξόφληση του δανείου του ΔΝΤ, το χρέος προς τον επίσημο τομέα αναλύεται σε 52,3 δισ. ευρώ στις χώρες της ευρωζώνης (το πρώτο δάνειο πήρε η Ελλάδα πριν μπει σε μνημόνιο), 115 δισ. ευρώ στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) από το δεύτερο μνημόνιο και 75 δισ. ευρώ που δανειστήκαμε στο τρίτο μνημόνιο. Με εξαίρεση το διμερές δάνειο που πήραμε το 2010, τα δάνεια του EFSF έχουν ακόμη περίοδο χάριτος 10 χρόνων και θα αποπληρωθούν σε 20 χρόνια και του ESM έχουν διάρκεια 30 χρόνια. Τα δάνεια αυτά είναι «κλειδωμένα» μέχρι τη λήξη τους σε επιτόκια κοντά στο 1,2%, και άρα προστατευμένα από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων.
Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου ανέρχονται σε περίπου 38 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό, σε συνδυασμό και με τις χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, δίνει τη δυνατότητα στο Δημόσιο να επιλέγει τον χρόνο και το ποσό που θα δανειστεί από τις αγορές αποφεύγοντας τον ακριβό δανεισμό.