Συνέντευξη στους Θάνο Τσίρο – Ραλλού Αλεξοπούλου
«Τα επιτόκια θα αυξηθούν περαιτέρω, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε την επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%» δηλώνει στην συνέντευξη που παραχωρεί στην Ναυτεμπορική και στο naftemporiki.gr ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Κωνσταντίνος Ηροδότου. Επίσης, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο –αν κριθεί αναγκαίο- «να συζητηθεί και η σμίκρυνση του ισολογισμού της ΕΚΤ».
Ωστόσο, ο κ. Ηροδότου ζητά οι επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ να «καθορίζονται στη βάση των οικονομικών δεδομένων που θα έχουμε ενώπιον μας σε κάθε συνάντηση του ΔΣ χωρίς προκαθορισμένες αποφάσεις». Από τις κυβερνήσεις ζητά «τα δημοσιονομικά μέτρα να είναι καλά στοχευμένα προς τη στήριξη των πιο ευάλωτων ώστε η νομισματική πολιτική να συντονίζεται με τη δημοσιονομική σε πανευρωπαϊκό επίπεδο». Όσο για την πιθανότητα ύφεσης στην Ευρωζώνη, τη χαρακτηρίζει σημαντική ωστόσο προσθέτει ότι «δεν αναμένεται να είναι βαθιά ή μεγάλης διάρκειας»
1. Από ό,τι φαίνεται η κατάσταση στην Ευρώπη γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Για παράδειγμα, εδώ και καιρό έχουν σταματήσει οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία ενώ στον ορίζοντα γίνεται όλο και πιο εμφανής η πιθανότητα ύφεσης. Από την άλλη, ο πληθωρισμός συνεχίζει την ανοδική του πορεία και φαίνεται ότι θα παραμείνει υψηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι σημαίνει αυτό για την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική; Υπάρχει ανάγκη για πιο επιθετικές αποφάσεις αύξησης των επιτοκίων ή θα μπορούσε να γίνει πιο σταδιακά;
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί όντως να είναι πολύ υψηλός και αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ, το 2%, για μεγάλο διάστημα. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο, ο πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ ανήλθε σε 9,9% και αυτό αντικατοπτρίζεται κυρίως στην άνοδο των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής, στα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού, κ.λπ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι καθοριστικός στην έξαρση του πληθωρισμού η οποία συνδέεται και με την ανάκαμψη της ζήτησης μετά την πανδημία, που επέδρασε μετέπειτα ανοδικά και στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών σε άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Πρώτιστος στόχος της ΕΚΤ είναι να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών στο 2% μεσοπρόθεσμα. Στην τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ αποφασίσαμε να αυξήσουμε τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης. Με αυτήν την τρίτη στη σειρά σημαντική αύξηση των επιτοκίων, έχουμε σημειώσει ακόμα ένα σημαντικό βήμα ως προς την έξοδο από τη διευκολυντική στάση της νομισματικής πολιτικής, στην οποία εξακολουθούμε ακόμα να βρισκόμαστε. Αναμένεται ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν περαιτέρω, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε την επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%.
Τον ακριβή ρυθμό της αύξησης των επιτοκίων θα τον εξετάζουμε σε κάθε συνεδρίαση και πρέπει να είναι συνάρτηση των οικονομικών δεδομένων, εξετάζοντας παράγοντες όπως οι προοπτικές του πληθωρισμού, οι πιθανότητες ύφεσης, ο αντίκτυπος των μέτρων που έχουμε λάβει μέχρι στιγμής, η χρονική υστέρηση των μέτρων κ.α. Βεβαίως, θεωρώ πως όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο ουδέτερο εύρος των επιτοκίων – δηλαδή το σημείο όπου το επίπεδο του βασικού επιτοκίου πολιτικής δεν είναι ούτε επεκτατικό ούτε συστολικό και το οποίο επικρατεί όταν η οικονομία λειτουργεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και ο πληθωρισμός βρίσκεται στον μεσοπρόθεσμο στόχο του δύο τοις εκατό (2%) – ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων θα πρέπει ενδεχομένως να αναπροσαρμοστεί έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι έχουμε επαρκή στοιχεία από την πραγματική οικονομία για τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής.
2. Πόσο πιθανό είναι πλέον η Ευρωζώνη να βρεθεί αντιμέτωπη με την ύφεση εφόσον συνεχιστεί η αύξηση των επιτοκίων; Άλλωστε εδώ και καιρό η Παγκόσμια Τράπεζα έχει προειδοποιήσει για τον κίνδυνο η παγκόσμια οικονομία να οδηγηθεί σε μια καταστροφική ύφεση το 2023.
Η πιθανότητα ύφεσης στην ευρωζώνη είναι σημαντική, αλλά δεν αναμένεται, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής προβλέψεις της ΕΚΤ, να είναι βαθιά ή μεγάλης διάρκειας. Ας σημειωθεί όμως ότι καταγράφεται ανομοιογένεια σε ό,τι αφορά τους υφιστάμενους αλλά και προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης στις χώρες της ζώνης του ευρώ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημάνουμε ότι η πιθανότητα ύφεσης στην ευρωζώνη οφείλεται πρωτίστως στις αρνητικές επιδράσεις του πολέμου στην Ουκρανία, οι οποίες επηρεάζουν τις τιμές ενέργειας, τους όρους του εμπορίου και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να περιοριστεί ο πληθωρισμός και να επανέλθει η σταθερότητα των τιμών, έτσι ώστε να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και η εξασφάλιση ενός ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις. Όσο ο πληθωρισμός βρίσκεται πάνω από το μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ, οποιαδήποτε καθυστέρηση στην αύξηση των επιτοκίων θα επιμήκυνε τις αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα και στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και σε μια τέτοια περίπτωση θα χρειάζονταν ακόμα πιο επώδυνα μέτρα για να διορθωθεί η κατάσταση.
3. Αλλά και το ΔΝΤ από την πλευρά του δεν έχει αποκλείσει για τον κίνδυνο κοινωνικών αναταραχών λόγω της σφιχτής νομισματικής πολιτικής που ακολουθείται από FED, EKT και Βank of England. Ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες παρατηρούμε αντιδράσεις και διαδηλώσεις από τους πολίτες.
Εκτιμώ ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις θα είναι ακόμα μεγαλύτερες αν δεν αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός. Ο λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός επηρεάζει περισσότερο τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις των νοικοκυριών, ένα ποσοστό περίπου του 20% του πληθυσμού. Επομένως, όσο πιο έγκαιρες είναι οι νομισματικές αποφάσεις που στοχεύουν στη μείωση του πληθωρισμού, τόσο πιο προσωρινές οι αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα και στα ευάλωτα νοικοκυριά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προστασία της κοινωνικής συνοχής και την αποφυγή κοινωνικών εντάσεων. Βεβαίως, σημαντικός είναι και ο ρόλος μιας καλά στοχευμένης δημοσιονομικής πολιτικής που στηρίζει τα εισοδήματα των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων ενισχύοντας έτσι την κοινωνική συνοχή, αλλά χωρίς τη λήψη οριζόντιων μέτρων τα οποία υπονομεύουν τη νομισματική πολιτική και τον στόχο της σταθερότητας των τιμών.
4. Πόσο πιθανό θεωρείτε το δυσμενές σενάριο της ΕΚΤ να αποτελέσει το βασικό σενάριο όσον αφορά τις αναπτυξιακές προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας και την πορεία του πληθωρισμού;
Να πούμε καταρχάς ότι το δυσμενές σενάριο της ΕΚΤ, που διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο 2022, προβλέπει μεγέθυνση κατά 2,8% της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη για το 2022 και συρρίκνωση κατά 0,9% το 2023. Ταυτόχρονα, προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, συγκεκριμένα στο 8,4% το 2022 και στο 6,9% το 2023. Στο βασικό σενάριο οι εκτιμήσεις για το ΑΕΠ είναι καλύτερες και συγκεκριμένα αναμένεται αύξηση 3,1% για το 2022 και 0,9% για το 2023.
Με βάση αυτό το σενάριο, ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί κοντά στο 8,1% το 2022 και 5,5% το 2023. Πρέπει να πούμε όμως ότι το δυσμενές σενάριο είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξο. Πολλές από τις υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε δεν έχουν – ευτυχώς – επαληθευτεί μέχρι τώρα. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις είχε συμπεριληφθεί πλήρης τερματισμός εισροής ρωσικού φυσικού αερίου. Αυτό δεν έχει συμβεί καθώς η Ευρώπη εξακολουθεί να λαμβάνει κάποιες περιορισμένες ποσότητες ρωσικού αερίου τουλάχιστον κατά το 2022. Δεν συνυπολογίζονταν επίσης οι δυνατότητες αντικατάστασης των χαμένων προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, όπως έγινε με την αύξηση εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ούτε και περιλάμβανε τη συντονισμένη αντίδραση από τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ελλείψεις ενέργειας. Ενδεχομένως να είμαστε μεταξύ του βασικού και του δυσμενούς σεναρίου και αυτό παρουσιάζουν και άλλες εκτιμήσεις, όπως π.χ. η πρόσφατη του ΔΝΤ που είναι πιο κοντά στις υποθέσεις του βασικού σεναρίου της ΕΚΤ.
5. Τι απαντάτε σε όσους κατηγορούν την ΕΚΤ ότι η αντίδραση της απέναντι στον ολοένα αυξανόμενο πληθωρισμό ήρθε με καθυστέρηση;
Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ άρχισε να τροποποιείται πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία για να αντιμετωπίσει την άνοδο του πληθωρισμού, αλλά ακόμη περισσότερο μετά από τα όσα απρόβλεπτα προκάλεσε ο πόλεμος αυτός.
Το πρώτο βήμα προς την έξοδο από τη διευκολυντική πολιτική ήταν να περιορίσουμε τη διεύρυνση του ισολογισμού μας. Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 2021, στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίσαμε τον τερματισμό των καθαρών αγορών τίτλων μέσω του έκτακτου προσωρινού προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (ΡΕΡΡ) από το τέλος Μαρτίου του 2022, ενώ στις 9 Ιουνίου 2022 αποφασίσαμε να τερματίσουμε από την 1η Ιουλίου 2022 και τις καθαρές αγορές τίτλων μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (ΑΡΡ).
Μετά την ολοκλήρωση της αγοράς περιουσιακών στοιχείων και σύμφωνα με τη σειρά ακολουθίας που ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ ως προς την εξομάλυνση των επεκτατικών της μέτρων, στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προχωρήσαμε τον Ιούλιο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2022 σε διαδοχικές αυξήσεις των βασικών της επιτοκίων κατά 50, 75 και επίσης 75 μονάδες βάσης, αντίστοιχα.
Βεβαίως, σε μεταγενέστερο στάδιο και όταν κριθεί αναγκαίο μπορεί να συζητηθεί και η σμίκρυνση του ισολογισμού της ΕΚΤ. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η ορθότερη προσέγγιση είναι να συνεχίσουμε να καθορίζουμε τις όποιες κινήσεις μας στη βάση των οικονομικών δεδομένων που θα έχουμε ενώπιον μας σε κάθε συνάντηση του ΔΣ, χωρίς προκαθορισμένες κατευθύνσεις.
Επίσης να σημειωθεί ότι οι παράγοντες πίσω από την άνοδο του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη ήταν διαφορετικοί από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου σχετίζονταν περισσότερο με την εγχώρια ζήτηση και τη στενότητα στην αγορά εργασίας, ενώ στην ευρωζώνη η άνοδος σχετιζόταν αρχικά με τους κλυδωνισμούς στην πλευρά της προσφοράς.
6. Η πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Κριστίν Λαγκάρντ έχει καλέσει τις κυβερνήσεις να μην υιοθετήσουν μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν σε περαιτέρω άνοδο του πληθωρισμού. Από την άλλη, το ένα κράτος μετά το άλλο ανακοινώνουν παρεμβάσεις για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων απέναντι στην ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια. Υπάρχει κίνδυνος η δημοσιονομική πολιτική να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο της νομισματικής πολιτικής;
Το ενεργειακό σοκ που βιώνουμε είναι τεράστιο. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ο πληθωρισμός πλήττει συγκριτικά περισσότερο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα με αρνητικές επιδράσεις στην κοινωνική συνοχή και ενδεχόμενες κοινωνικές αναταραχές. Για τον λόγο αυτό οι κυβερνήσεις πρέπει να αποφεύγουν την εφαρμογή οριζόντιων δημοσιονομικών μέτρων που υπονομεύουν τη νομισματική πολιτική και αυξάνουν ακόμα περισσότερο τις πληθωριστικές πιέσεις με τις αρνητικές συνέπειες που προανάφερα. Τα δημοσιονομικά μέτρα θα πρέπει επομένως να είναι καλά στοχευμένα προς τη στήριξη των πιο ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ο συντονισμός της δημοσιονομικής με τη νομισματική πολιτική σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – όπως έγινε και τον καιρό της πανδημίας – είναι απαραίτητος έτσι ώστε οι δύο πολιτικές να λειτουργούν από κοινού προς τον στόχο της σταθερότητας των τιμών και να μειωθεί έτσι ο όντως υπαρκτός κίνδυνος στον οποίο αναφέρεστε.
7. Πόσο ανησυχεί την ΕΚΤ ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων;
Πράγματι, οι πληθωριστικές πιέσεις, οι αυξημένες τιμές ενέργειας αλλά και οι ασθενείς προοπτικές ανάπτυξης προκαλούν πιέσεις τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στα νοικοκυριά. Βάσει πρόσφατων στοιχείων που έχει δημοσιεύσει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Παρά το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση αθετήσεων παρατηρούνται πρώιμες ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το μερίδιο των εξυπηρετούμενων δανείων που παρουσίασαν πιστοληπτική επιδείνωση, δηλαδή αυτό που στη λογιστική ορολογία ονομάζουμε σταδίου δύο, συνέχισε να αυξάνεται στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 και ανέρχεται πλέον στο 9,5%, ποσοστό υψηλότερο από τα προ πανδημίας επίπεδα. Το κόστος κινδύνου (cost of risk) των εξυπηρετούμενων χορηγήσεων επίσης αυξήθηκε, κάτι που προφανώς αντικατοπτρίζει μακροοικονομικές αβεβαιότητες.
Πρέπει να τονίσω βέβαια ότι υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά μεταξύ της υφιστάμενης κατάστασης και της κρίσης που βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία. Ο τραπεζικός τομέας σήμερα διαθέτει κεφαλαιακά αποθέματα, ικανά να απορροφήσουν ενδεχόμενους κραδασμούς αλλά και ρευστότητα που του επιτρέπει να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία. Ο δείκτης κοινών μετοχών κατηγορίας 1 της Ένωσης ανέρχεται το δεύτερο τρίμηνο του 2022 στο 15,2%, στα ίδια δηλαδή επίπεδα που επικρατούσαν προ πανδημίας. Ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος του δείκτη κάλυψης ρευστότητας και του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδοτικής θέσης ανήλθε στο 165% και 127% αντίστοιχα, ποσοστά σαφώς υψηλότερα από την εποπτική απαίτηση του 100%. Αυτά μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε ότι ο τραπεζικός τομέας θα είναι μέρος της λύσης και όχι πολλαπλασιαστής του προβλήματος.
8.Τα νέα δεδομένα που έχουν να κάνουν με το αδύναμο ευρώ και την άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, πού πιστεύετε ότι οδηγούν;
Η υποτίμηση του ευρώ έναντι ξένων νομισμάτων, ειδικά του δολαρίου, συνεπάγεται επιπρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις για την ευρωζώνη, ιδίως υψηλότερο κόστος εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που τιμολογούνται σε δολάρια. Αν το οικονομικό κλίμα στην ευρωζώνη επιδεινωθεί, καθώς η ευρωζώνη είναι εκτεθειμένη στην ενεργειακή κρίση, τότε και οι πιέσεις στη νομισματική ισοτιμία του ευρώ πιθανότατα θα αυξηθούν.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί σε όλες τις χώρες, ειδικότερα από την αρχή του τρέχοντος έτους, κυρίως λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και του φόβου για ύφεση στην ευρωζώνη. Ενώ αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια το κόστος δανεισμού για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης θα αυξηθεί σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.
Ωστόσο, το Ευρωσύστημα εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικό μέρος των κρατικών ομολόγων που εκδίδονται σε ευρώ και έχει ευελιξία στην επανεπένδυση του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας, PEPP (Pandemic Emergency Programme). Παράλληλα, το νέο εργαλείο προστασίας της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, TPI (Transmission Protection Instrument), βοηθά στη συγκράτηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων στις χώρες της ζώνης του ευρώ στην περίπτωση αδικαιολόγητης – σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα – μεταβλητότητας στις αποδόσεις.
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε μακροχρόνιο ορίζοντα επηρεάζονται από θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας και ειδικότερα από τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών. Αυτός πρέπει να είναι και ο προσανατολισμός των κυβερνητικών παρεμβάσεων.