Από την έντυπη έκδοση
Καμπανάκι για κινδύνους που απειλούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και κυρίως για πιθανή αύξηση των κόκκινων δανείων κρούει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ένταση και διάρκεια των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών, η ενίσχυση του κινδύνου απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν αυξήσει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην «Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας».
Η επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους της χρηματοδότησης, μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που θα επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, σημειώνει.
Σημαντική αποκλιμάκωση
Ο δείκτης NPEs στις τράπεζες έχει σημαντικά μειωθεί, ωστόσο η αποκλιμάκωση του αποθέματος NPEs που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα, αν και ιδιαίτερα σημαντική (Ιούνιος 2022: 10,1%), υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2022: 1,8%).
Η υλοποίηση των στρατηγικών των τραπεζών για την αποκλιμάκωση του αποθέματος στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στις τιτλοποιήσεις, με χρήση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (σχέδιο «Ηρακλής»), και στις απευθείας πωλήσεις δανείων στη δευτερογενή αγορά, γεγονός που καθιστά τη συνέχιση των ενεργειών αυτών δυσχερέστερη υπό το πρίσμα των πιέσεων που αναδεικνύονται στην κεφαλαιακή επάρκεια, καταγράφει η έκθεση.
Ακόμη, με την άνοδο των επιτοκίων, η επίδραση στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους. Δεν αποκλείεται, όπως αναφέρεται στην έκθεση, με τις διαφαινόμενες χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης να οδηγηθούν στη δημιουργία νέων NPEs, επιβαρύνοντας την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών. Η τελική επίδραση δεν μπορεί στην παρούσα χρονική συγκυρία να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως πηγή ανησυχίας, σημειώνεται στην έκθεση.
Πιέσεις μακροπρόθεσμα
Σημειώνει παράλληλα, ότι η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μεσοπρόθεσμα όμως, η ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Συνεπώς, ενδέχεται να αυξηθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.
Επιπρόσθετα, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από την αλλαγή των όρων και τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων, όπως οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (TLTROs), που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και από την ανάγκη έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων, κυρίως των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities MREL).