«Οι Βρυξέλλες ανατρέπουν τους δημοσιονομικούς κανόνες και θα απαιτούν πλέον προσαρμοσμένους στόχους, ανά χώρα», αποκαλύπτει η El Pais. Η Ισπανική εφημερίδα γράφει ότι αυτή την εβδομάδα η Κομισιόν θα δώσει στη δημοσιότητα σχετική πρόταση που περιλαμβάνει ανώτατο όριο δαπανών, αλλά εξετάζει το ενδεχόμενο να παραλείψει στοιχεία προτεραιότητας για την ΕΕ».
Στα γενικά μέτρα που θα παραμεριστούν-σύμφωνα με την ισπανική εφημερίδα -θα είναι ο «ζουρλομανδύας» του Συμφώνου Σταθερότητας: Του ανώτατου ορίου του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, αλλά και της υποχρέωσης για περιορισμούς κατά το 1/20 της διαφοράς του χρέους κάθε χώρας της από το 60%. Κάτι που πρακτικά είναι πλέον ανεφάρμοστο, αλλά πέρα για πέρα εξωφρενικό με την ύφεση στην οποία έχει ουσιαστικά η οικονομία της ευρωζώνης.
Αντίθετα, θα τεθεί ως νέος όρος η βιωσιμότητα του χρέους ανά χώρα-μέλος, με βάση το επιπλέον δημοσιονομικό κόστος , που αντιμετωπίζει λόγω γεωγραφικής θέσης αλλά και γεωπολιτικών κινδύνων. Για παράδειγμα, θα λαμβάνεται υπόψη ότι οι χώρες του Νότου έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ υψηλότερο κόστος λόγω του προσφυγικού κύματος ,ενώ θα συνεκτιμούνται και οι αμυντικές δαπάνες.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ναυτεμπορικής» από τις Βρυξέλλες, η χαλάρωση αυτή των δημοσιονομικών κανόνων δεν σημαίνει τέλος των ελέγχων από την Κομισιόν και το Eurogroup. Ο έλεγχος και η έγκριση της προόδου κάθε χώρας θα γίνεται κανονικά στις συνεδριάσεις του Eurogroup. « Με την πρότασή της, η Κομισιόν σχεδιάζει δηλαδή να ράψει ένα κοστούμι στα μέτρα της κάθε χώρας, αντί να υπάρχει ένας στενός κορσές για όλους, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε χώρας», τονίζουν οι ίδιες πηγές στη «Ναυτεμπορική». Αλλωστε, προσθέτουν ,ουδείς μπορεί πλέον να κάνει « Business as usual» ,όταν όλοι οι οικονομολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την επικείμενη ύφεση.
Καμπάνες χτυπάνε
Οι καμπάνες χτυπάνε άλλωστε, από κάθε πλευρά. Η πιο πρόσφατη ήταν η προειδοποίηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα, στη συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Politico: «Αν γίνουν κι άλλες υπερβολικές αυξήσεις στα επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν αδικαιολόγητη ζημία στην οικονομία της Ευρώπης, δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, υποστηρίζοντας ότι ο αυξήσεις των επιτοκίων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, πρέπει να γίνουν με πιο αργό ρυθμό. Ο κ.Στουρνάρας σημείωσε πάντως με έμφαση ότι αν αφήσουμε την ΕΚΤ μόνη της στη μάχη κατά του πληθωρισμού, υπάρχει κίνδυνος «τα επιτόκια να εκτοξευθούν σε πολύ υψηλό επίπεδο» και «το κόστος του προϊόντος να είναι πολύ μεγαλύτερο».
Με τον πληθωρισμό να τρέχει κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση στην ευρωζώνη με 10.7%, οι συνθήκες επιδεινώνονται -τουλάχιστον για την συντριπτική πλειονότητα των Ευρωπαίων.
Οι τιμές απογειώνονται ,αλλά οι μισθοί μένουν κολλημένοι ή αυξάνονται με ρυθμό που δεν είναι καθόλου συγκρίσιμος με το επίπεδο των τιμών. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε συνεχή απώλεια αγοραστικής δύναμης των πολιτών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων κάθε είδους δανείων -κυρίως των στεγαστικών-απειλούν να τροφοδοτήσουν ένα κύμα κοινωνικής αναταραχής, με απρόβλεπτες συνέπειες, οικονομικές και πολιτικές. Αδιάψευστος μάρτυρας, η άνοδος της ακροδεξιάς σε μια σειρά χώρες, καθώς προβάλει τον ισχυρισμό ότι φταίνε όλοι οι άλλοι για τα προβλήματα.
Η ατμομηχανή έμεινε από καύσιμα
Η κατάσταση επιδεινώνεται και λόγω μιας άλλης σημαντικής διάστασης: Υπάρχει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα στη Γερμανία: Η ατμομηχανή της Ευρώπης δεν τροφοδοτείται πλέον με επαρκή καύσιμα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση αποκάλυψε πλήρως τις αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας, η οποία οδεύει προς την ύφεση, συμπαρασύροντας πιο βαθιά την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η -παρά τις μεγάλες αντιδράσεις- επίσκεψη του καγκελάριου Ολαφ Σολτς στην Κίνα, με τη συνοδεία αρκετών πανίσχυρων βιομηχανικών παραγόντων από τη γερμανική επιχειρηματική κοινότητα, δείχνει και το μέγεθος της αγωνίας του Βερολίνου.
Αγνοώντας τις αντιδράσεις και της Ουάσιγκτον, ο Σολτς επανέλαβε ότι η αποσύνδεση της Ευρώπης από την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία και μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο- θα ήταν αυτοκτονία.
Όταν μάλιστα την ίδια ώρα, οι παγκόσμιοι γίγαντες του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, με επικεφαλής τις μεγάλες αμερικανικές «αδερφές» Exxon Mobil και Chevron, έχουν βάλει στα σεντούκια τους έναν θησαυρό, διπλασιάζοντας ή τριπλασιάζοντας τα κέρδη τους. Μόνο το τελευταίο τρίμηνο, οι πέντε παγκόσμιοι ενεργειακοί κολοσσοί συσσώρευσαν κέρδη ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Πληθωρισμός υπερκερδών
Για πληθωρισμό υπερκερδών κάνει λόγο ο Πολ Ντόνοβαν, ανώτατο στέλεχος της UBS Global Wealth Management σε άρθρο του στους Financial Times. «Στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, παίρνει ολοένα και περισσότερο τον ρόλο του νταή της παιδικής χαράς, αλλά οι δημόσιες παρατηρήσεις του και η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, προσφέρουν ελάχιστη βοήθεια στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού» τονίζει ο Ντόνοβαν και εξηγεί: «Αυτό συμβαίνει επειδή ο σημερινός πληθωρισμός είναι περισσότερο προϊόν κερδών παρά μισθών»!
Αυτή είναι η σημερινή ιστορία του πληθωρισμού: «Οι εταιρείες έχουν μετακυλήσει υψηλότερο κόστος στους πελάτες. Αλλά έχουν επίσης εκμεταλλευτεί τις συνθήκες του πολέμου για να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους.
Πώς συμβαίνει αυτό; Δύο δυνάμεις έχουν συνδυαστεί. Παρά τους αρνητικούς πραγματικούς μισθούς, οι πολίτες συνέχισαν να καταναλώνουν, εξαντλώντας τις αποταμιεύσεις τους και αυξάνοντας τον δανεισμό τους, για να αντισταθμίσουν τη θλιβερή κατάσταση των πραγματικών μισθών».
Και όσοι βαυκαλίζονται με την ιδέα του «υγιούς ανταγωνισμού στην ελεύθερη αγορά», καλύτερα να βγάλουν τα ροζ γυαλιά και να δουν την πραγματικότητα. Όπως λέει ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζότζεφ Στίγκλιτς, «ο νεοφιλελευθερισμός δεν λειτούργησε σε καιρό ειρήνης, πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου».
Ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος τονίζει ότι «οι πόλεμοι αναπόφευκτα δημιουργούν ελλείψεις αλλά και απροσδόκητα κέρδη για κάποιους σε βάρος άλλων. Ιστορικά, όσοι μαυραγορίτες κερδοσκοπούσαν από τον πόλεμο, συνήθως …εκτελούνταν.
Σήμερα, ωστόσο, πολλοί παραγωγοί και έμποροι ενέργειας, αντί να κρέμονται στην αγχόνη, φορολογούνται ελάχιστα», γράφει με πολύ αιχμηρό λόγο ο Στίγκλιτς.