Skip to main content

Ποιες αλλαγές προτείνουν οι τράπεζες για την προστασία της α΄κατοικίας

Από την έντυπη έκδοση

Της Ειρήνης Σακελλάρη 
[email protected]

Σε τρεις πυλώνες στηρίζεται η πρόταση των ελληνικών τραπεζών στο πλαίσιο της συζήτησης με τους θεσμούς για τη διαμόρφωση του νέου πλαισίου προστασίας της α’ κατοικίας, με το θεσμικό πλαίσιο προστασίας να ολοκληρώνεται στο τέλος του έτους. Οι τρεις πυλώνες που προτείνει η Ελληνική Ένωση Τραπεζών είναι:

Να δοθεί η παράταση για ένα τουλάχιστον έτος καθώς δεν μπορεί να ενταθεί το κοινωνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Να μειωθεί αισθητά το ποσό προστασίας της α’ κατοικίας που είναι σήμερα στα 280.000 ευρώ και καθορίζεται από το τρέχον θεσμικό πλαίσιο. Οι τράπεζες φαίνεται να καταλήγουν σε ένα ποσό πολύ μικρότερο από το προαναφερόμενο.

Να βελτιωθεί το θεσμικό πλαίσιο για τους πλειστηριασμούς ώστε να είναι δυνατή η πώληση κατοικιών σε πραγματικές τιμές, κάτι που στην παρούσα φάση αποτρέπεται με σειρά δικαστικών αποφάσεων και προσεπίκληση πραγματογνωμοσύνης που δεν είναι πραγματική.

Οι θεσμοί αναμένουν την ανάλυση και τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, πιθανότατα μέσα στον μήνα, ενώ επιθυμία τους αποτελεί το θέμα να συμφωνηθεί εγκαίρως για την πρώτη έκθεση μετά το πρόγραμμα στα τέλη Νοεμβρίου. Το στίγμα των θεσμών που θα πρέπει να αποτυπώσουν οι τεχνοκράτες των τραπεζών και τελικώς η ελληνική κυβέρνηση, η οποία και θα υποβάλει τις σχετικές προτάσεις, είναι να υπάρξει μια ισορροπημένη προσέγγιση.

Σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν το 2015, οποιαδήποτε προβλεπόμενη λύση δεν μπορεί να αγνοεί τις αρχές που θεσπίστηκαν τότε -λένε οι θεσμοί- και βάσει των οποίων δεν πρέπει να μεταφέρεται πλήρως στις τράπεζες η δαπάνη κοινωνικών πολιτικών.

Μέσα από έναν διάλογο που είναι φανερό πως έχει ανοίξει οι θεσμοί φαίνεται να δέχονται υπό προϋποθέσεις την παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας ή τουλάχιστον να τη συζητούν.

Οι θεσμοί όπως αυτό προκύπτει από τις συναντήσεις που υπήρχαν τόσο με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών τον περασμένο μήνα στις Βρυξέλλες όσο και με τις διοικήσεις των τραπεζών στην Αθήνα εκτιμούν πως: Η επέκταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας αποτελεί ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο δεν αφορά μόνον τη χώρα μας, αλλά επίσης και άλλα κράτη-μέλη.

Τα ενδεχόμενα εφαρμογής των λύσεων

Η παράταση για ένα έτος εκτιμάται πως δεν θα δυσκολευτεί να ξεπεράσει τους φραγμούς των δανειστών, αφού σε κάθε περίπτωση και σε άλλες χώρες-μέλη με υψηλά NPEs η διαδικασία αυτή ακολουθείται.

Σε ό,τι αφορά το ποσό της προστασίας, η λογική του να υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό βγάζει εκτός περιμέτρου προστασίας μια σειρά εμπορικών κατοικιών που είναι αυτές από τις οποίες οι τράπεζες μπορούν τελικώς να κάνουν ανάκτηση. Σε αυτές τις κατοικίες οι αντικειμενικές αξίες είναι ανώτερες των 200.000 ευρώ. Πλην όμως το μέτρο θα πρέπει να συνοδευτεί και με τη σωστή αποτίμηση των τιμών των κατοικιών που δεν υφίσταται στην παρούσα φάση.

Σε ό,τι αφορά τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, στόχος είναι οι στρατηγικοί κακοπληρωτές να μην επιτυγχάνουν πραγματογνωμοσύνες και δικαστικές αποφάσεις οι οποίες ανεβάζουν τεχνητά τις τιμές των κατοικιών με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να πραγματοποιήσουν πλειστηριασμούς αφού δεν υπάρχουν σε αυτές τις πλασματικές τιμές ενδιαφερόμενοι. Ας σημειωθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι τράπεζες αναγκάζονται να αγοράζουν οι ίδιες την κατοικία και τελικώς να την πωλούν σε funds προκειμένου να είναι αυτά που θα πραγματοποιήσουν τελικώς την ανάκτηση.

Στις τράπεζες έχουν καταλήξει πολλά ακίνητα

Τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας έχουν προγραμματίσει πάνω από 11.000 ρευστοποιήσεις ακινήτων έως τα τέλη του 2018. Θα πρέπει να σημειωθεί πως πέρα από τη μεγάλη αύξηση των πλειστηριασμών η απειλή τους έχει οδηγήσει και σε αύξηση των διακανονισμών και ρυθμίσεων στις οποίες προχωρούν οι οφειλέτες.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι τράπεζες επιδεικνύουν τη δέουσα αποφασιστικότητα στο θέμα αυτό, η οποία πάντως τους κοστίζει καθώς μέχρι σήμερα έχουν αγοράσει τα μισά περίπου από τα ακίνητα που έχουν πλειστηριαστεί. Το συγκεκριμένο θέμα δημιουργεί δυσλειτουργίες στις τράπεζες καθώς θα πρέπει σταδιακά να πωλήσουν όλα αυτά τα ακίνητα με τρόπο τέτοιο που να μην οδηγηθούν στα τάρταρα οι τιμές τους.

Από τον Νοέμβριο του 2017 βγήκαν σε πλειστηριασμό περίπου 2.300 ακίνητα. Από αυτά οι τράπεζες απέκτησαν περίπου τα μισά.

Οι τράπεζες επέδειξαν την αντίστοιχη αυστηρότητα και σε καταναλωτικά δάνεια, καθώς εκεί που δεν υπήρχαν εγγυήσεις ούτε δυνατότητα ανακτήσεων προσέφεραν γενναία κουρέματα ακόμη και της τάξεως του 70%. Ωστόσο, αν αυτά τα κουρέματα δεν γίνονταν αποδεκτά, το δάνειο επωλείτο αμέσως σε funds.

Σε ό,τι όμως αφορά τα ακίνητα ο λόγος που οι τράπεζες προχωρούν στην αγορά τους είναι διότι οι στρατηγικοί κακοπληρωτές και οι μεγαλοοφειλέτες πρέπει να πειστούν πως δεν υπάρχει περιθώριο ολιγωρίας στο θέμα.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν τραπεζικοί παράγοντες, τα ακίνητα που εκπλειστηριάζονται ακόμη και εάν είναι μικρά -και δεν αποτελούν πρώτη κατοικία- σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλές οφειλές.

Στις περιπτώσεις πλειστηριασμών πρώτων κατοικιών που υπερέβαιναν το ποσό των 280.000 ευρώ που προβλέπει ο νόμος οι περισσότερες εξ αυτών τελικώς δεν πλειστηριάστηκαν αφού απέσπασαν σχετικές δικαστικές αποφάσεις.

Προϋπόθεση ο πτωχευτικός νόμος για φυσικά πρόσωπα

Ένα από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης στην προσπάθειά της να παραταθεί το καθεστώς προστασίας της α’ κατοικίας είναι ότι με τις αλλαγές που επήλθαν στη διάρκεια της τρίτης αξιολόγησης ο νόμος έχει καταστεί πιο αυστηρός, ειδικά στο σκέλος αποκλεισμού από αυτόν στρατηγικών κακοπληρωτών. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την άρση του τραπεζικού απορρήτου, με το οποίο τίθεται φραγή στους κακοπληρωτές, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε ένα μεταβατικό στάδιο το οποίο θα αξιοποιηθεί για να διαπιστώσουν ποιοι τελικά κάνουν χρήση του νόμου. Πέρα όμως από αυτό, η ύπαρξη ενός πτωχευτικού νόμου για τα φυσικά πρόσωπα για την κυβέρνηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο λόγω της κρίσης που έπληξε τη χώρα, αλλά και για την επόμενη μέρα. Μάλιστα, όπως τονίζουν αρμόδιοι παράγοντες, ανάλογους νόμους για τα φυσικά πρόσωπα έχουν και άλλες χώρες της Ε.Ε. που δεν έχουν πληγεί από την κρίση, όπως η Γερμανία.