Skip to main content

ΣΕΒ: Αδύναμο, όπως αποτυπώνει το WEF, το αναπτυξιακό περιβάλλον στην Ελλάδα

Το αναπτυξιακό περιβάλλον στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται στην Έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουν (WEF), εμφανίζεται εν πολλοίς αδύναμο να δημιουργήσει υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, και μάλιστα σε τομείς υψηλής τεχνολογικής έντασης και εξωστρεφούς δραστηριότητας, σημειώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο, με φόντο τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της Έκθεσης Ανταγωνιστικότητας του 2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.

Όπως τονίζει ο ΣΕΒ, «δεν πρέπει συνεπώς να μας παραξενεύει ότι στην Ελλάδα η παραγωγικότητα (και αναγκαστικά τα εισοδήματα) είναι στο 50% της μέσης παραγωγικότητας του 50% των πιο αναπτυγμένων χωρών του κόσμου».

Ο ΣΕΒ αναφέρει πως η Ελλάδα κατατάσσεται στην 57η θέση μεταξύ 140 χωρών (και 27η στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στην Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του 2018 που μόλις δημοσίευσε το World Economic Forum (WEF), έχοντας υποχωρήσει από την 53η θέση το 2017.

Ο δείκτης ανταγωνιστικότητας, όπως εξηγεί ο ΣΕΒ, καταρτίζεται με νέα μεθοδολογία και συνεπώς η σύγκριση με προηγούμενα έτη (εκτός του 2017) δεν είναι δυνατή. Η κατάταξη πλέον στηρίζεται περισσότερο σε στατιστικά στοιχεία από διεθνείς πηγές (70%), και λιγότερο σε ερωτηματολόγια του WEF (30%, από 69% προηγουμένως), και, έτσι, επηρεάζεται λιγότερο από υποκειμενικές εκτιμήσεις περί της γενικότερης κατάστασης της χώρας.

Ο ΣΕΒ αναφέρει ότι ο δείκτης ανταγωνιστικότητας 4.0., όπως αποκαλείται από το WEF, καταγράφει όχι μόνο την απόσταση που χωρίζει κάθε χώρα από τις ΗΠΑ, που συγκεντρώνουν την υψηλότερη συνολική βαθμολογία, αλλά αποτυπώνει κυρίως τη σχετική ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που φέρνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση στον κόσμο της παραγωγής και της εργασίας.

Με βάση την κατάταξη του WEF, τονίζει ο ΣΕΒ, η Ελλάδα υστερεί έναντι άλλων χωρών της Ε.Ε.-28, κυρίως στους δείκτες που αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος, την δυνατότητα ανάπτυξης καινοτομίας, και την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και δευτερευόντως, αλλά εξίσου σημαντικό, το επιχειρηματικό περιβάλλον και την υιοθέτηση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.

«Αντιθέτως, στις υποδομές, την εκπαίδευση και τις δεξιότητες, η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο της Ε.Ε.-28 είναι μικρότερη», συμπληρώνει ο ΣΕΒ ενώ τονίζει πως στην εκπαίδευση και δεξιότητες, υπάρχουν, πάντως, σχετικά μεγάλα ελλείμματα στις ψηφιακές δυνατότητες του πληθυσμού, την κατάρτιση προσωπικού, την ποιότητα επαγγελματικής κατάρτισης και την έλλειψη κριτικής σκέψης στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Ο ΣΕΒ παρατηρεί επιπλέον ότι στην καινοτομία, με εξαίρεση τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, σε όλους τους άλλους δείκτες υπάρχει μεγάλη υστέρηση. Όπως προσθέτει, οι μεγαλύτερες υστερήσεις στην καινοτομία, περιλαμβάνουν την ποιότητα των ερευνητικών κέντρων, τις διεθνείς συνεργασίες εφευρέσεων, τη δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη, την ανάπτυξη συστάδων επιχειρήσεων, τη συνεργασία ενδιαφερόμενων μερών σε κοινές δράσεις, την ωριμότητα της αγοραστικής συμπεριφοράς, τις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και την ποικιλομορφία του εργατικού δυναμικού.

«Η γενικότερη εικόνα της χώρας μας αναδεικνύει ένα ασθενές θεσμικό περιβάλλον και υστερήσεις στον τομέα της ανάπτυξης καινοτομίας. Αν μάλιστα συνδυαστούν οι παράγοντες αυτοί με την έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων λόγω της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα το τραπεζικό σύστημα, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η καθήλωση της επενδυτικής και της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας σε χαμηλά επίπεδα, με ανεπαρκείς δράσεις για την ενσωμάτωση της υψηλής τεχνολογίας και της εξωστρέφειας στην παραγωγική διαδικασία. Στην κατάσταση αυτή, συμβάλλουν και υστερήσεις στις αγορές εργασίας (ανεπαρκής ευελιξία) και προϊόντων (ανεπαρκής ανταγωνισμός)» προσθέτει ο ΣΕΒ και προειδοποιεί:

«Με αυτά τα δεδομένα, η καταγραφόμενη έλλειψη δυναμικής κουλτούρας που θα αναλαμβάνει υψηλούς επιχειρηματικούς κινδύνους, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το θεσμικό χάσμα και το καθεστώς υπερφορολόγησης στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα».