Skip to main content

Moody’s: Υπό αναθεώρηση για πιθανή υποβάθμιση η αξιολόγηση της Ελλάδος

Υπό αναθεώρηση για πιθανή υποβάθμιση έθεσε την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας ο οίκος Moody’s, ο  οποίος σήμερα τηρεί βαθμολογία Caa1 για την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τη Moody’s, η κίνηση αυτή αντανακλά την υψηλή αβεβαιότητα που κλιμακώθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις μετά της ελληνικής κυβέρνησης και των επίσημων πιστωτών της. Η τελική έκβαση αυτών των διαπραγματεύσεων θα κρίνουν εάν η ελληνική οικονομία υποβαθμιστεί περαιτέρω.

Όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και πιστωτών θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες για την ικανότητα της χώρα να ανταποκριθεί στις ανάγκες χρηματοδότησης και ρευστότητας, επηρεάζοντας την ικανότητα εξυπηρέτησης των τίτλων που έχει εκδώσει. 

Επίσης, για την αναθεώρηση της αξιολόγησης θα ληφθεί υπόψιν η ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει την μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της μέσω μιας επέκτασης ή τροποποίησης του τρέχοντος προγράμματος στήριξης, εξέλιξη που πιθανότατα να επιτρέψει και στις ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στις πράξεις χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 

Η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα έχει καταστήσει σαφή την επιθυμία της να αλλάξει σημαντικά τους όρους του υφιστάμενου προγράμματος στήριξης. Κατά την άποψη της Moody’s, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα ως προς την έκβαση των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, καθώς και την ικανότητα των δύο πλευρών να καταλήξουν σε συμφωνία, η οποία να εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της Ελλάδας.

Εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει μια συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές της μέσα στις επόμενες εβδομάδες, η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων της θα αυξηθεί απότομα. Χωρίς τη διασφάλιση ενός προγράμματος στήριξης, θα είναι πολύ δύσκολο να ανταποκριθεί στις ανάγκες της χρηματοδότησης βραχυπρόθεσμα, καθώς τα αποθέματα ρευστότητας της είναι πολύ χαμηλά. 

Ο οίκος υπενθυμίζεται επίσης ότι η καθυστέρηση στην εκταμίευση της δόσης των 7,2 δισ. ευρώ, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη για το περασμένο έτος, επιδείνωσαν τη ρευστότητα και αύξησαν τις προκλήσεις χρηματοδότησης της χώρας. 

Υπό αυτά τα δεδομένα, η Moody’s βλέπει την υποστήριξη της ΕΚΤ για το ελληνικό τραπεζικό τομέα ως βασικό καθοριστικό παράγοντα της ικανότητάς της κυβέρνηση να επιτύχει την ανανέωση των εντόκων. Η ικανότητα των εγχώριων τραπεζών να συνεχίσουν να διαδραματίζουν το ρόλο των κύριων αγοραστών εντόκων γραμματίων θα στηρίζεται στη συνέχιση της πρόσβασης στις πράξεις της ΕΚΤ. Η απόφαση της ΕΚΤ στις 4 Φεβρουαρίου για να άρει την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων από τις πράξεις χρηματοδότησης είναι είναι αξιοσημείωτη. Αν και η ΕΚΤ επιτρέπει την πρόσβαση των τραπεζών στον μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA), η Moody’s πιστεύει ότι στο μέλλον η πρόσβαση είναι πιθανό να εξαρτάται από:

i) την παραμονή της Ελλάδας εντός ενός επίσημου προγράμματος και

ii) την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στον μηχανισμό ELA

Αν και η πρόσφατη αξιολόγηση της Ποιότητας Χαρτοφυλακίων (AQR) από την ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές τράπεζες ήταν στην πραγματικότητα βιώσιμες, η προοπτική της αύξησης του κινδύνου αθέτησης εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης θα μπορούσε να προκαλέσει την ΕΚΤ να αναθεωρήσει αυτή την άποψη. Εάν συμβεί αυτό οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να χάσουν την πρόσβασή τους στις πράξεις διευκόλυνσης αναχρηματοδότησης, η οποία θα επηρεάσει την ικανότητα της κυβέρνησης να ανανεώσει τα ληξιπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια.

Ωστόσο, ο οίκος σημειώνει ότι ακόμη και αν επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τους επίσημους πιστωτές της, θα αξιολογηθούν οι πιθανές επιπτώσεις των συμφωνιών, καθώς και τυχόν επακόλουθες αλλαγές στη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης. Επίσης, θα αξιολογηθούν οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας και η τροχιά του χρέους του δημόσιου τομέα τα επόμενα χρόνια. 

Στον αντίποδα, αν και δεν είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον, η Moody’s επισημαίνει ότι θα μπορούσε να εξετάσει την αναβάθμιση της αξιολόγηση των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας στην περίπτωση (1) αύξησης του ρυθμού της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, (2) συνέχισης της οικονομικής ανάπτυξης και τήρησης των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων και (3) βελτίωσης της μελλοντικής εξωτερικής οικονομικής στήριξης και του πολιτικού περιβάλλοντος.