Skip to main content

«Σκουριάζει» και η επένδυση στο Ελληνικό

Από την έντυπη έκδοση

Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
 
Σε κίνδυνο έχει τεθεί το εγχείρημα της κυβέρνησης να δείξει φιλοεπενδυτικό προφίλ. Έπειτα από το «καμπανάκι» των εξελίξεων στις Σκουριές, οι επενδυτές για το Ελληνικό, με επικεφαλής την Lamda Development, απηύθυναν χθες σαφή προειδοποίηση για την τύχη της επένδυσης των 7 δισ. ευρώ, μεταδίδοντας τον έντονο προβληματισμό τους ως προς τη δυνατότητα υλοποίησης της επένδυσης και υπογραμμίζοντας πως δεν είναι δυνατόν να επέρχονται διαρκώς ανατροπές στα συμφωνηθέντα.

Απαντώντας η κυβέρνηση, απέφυγε να μπει στην ουσία των θεμάτων που θέτουν οι επενδυτές και επιχείρησε να υποβαθμίσει τις ανησυχίες που εγείρονται κάνοντας λόγο για «επιμέρους υπηρεσίες του κράτους που εκφράζουν απόψεις και γνωμοδοτήσεις, οι οποίες θα συνεκτιμηθούν συνολικά στο προς έκδοση προεδρικό διάταγμα» και κάλεσε τον επενδυτή σε «καλόπιστη συνεργασία». Ειδικά η επιλογή της τελευταίας φράσης από την κυβέρνηση δείχνει ότι οι δύο πλευρές έχουν να διανύσουν έναν μαραθώνιο…  

Με τις εκτενείς αναφορές της προηγουμένως, η Lamda είχε υπογραμμίσει πως «βρίσκεται αντιμέτωπη με αιφνιδιαστική ανατροπή των συμφωνημένων, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην υλοποίηση του Σχεδίου Ανάπτυξης, παρότι έχουν μεσολαβήσει η υπογραφή της αρχικής Σύμβασης (Νοέμβριος 2014), η υπογραφή της Τροποποιητικής Σύμβασης (Ιούλιος 2016) και η κύρωση των δύο ανωτέρω Συμβάσεων από τη Βουλή (Σεπτέμβριος 2016)».

Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι πως η χθεσινή παρέμβαση των επενδυτών συνιστά ένα ηχηρό μήνυμα, το οποίο παραπέμπει ευθέως στο αυτονόητο, ότι η υπομονή τους (εκτός της Lamda στο επενδυτικό σχήμα, υπό την ονομασία Hellinikon Global, συμμετέχουν η κινεζική Fosun και η Eagle Hills με έδρα το Abu Dhabi) δεν είναι ανεξάντλητη, με την κυβέρνηση να καλείται να αποδείξει με συγκεκριμένες πράξεις ότι επιθυμεί να προχωρήσει η επένδυση.

Βεβαίως, ταυτόχρονα με τα όσα διαδραματίζονται στην υπόθεση του Ελληνικού, μια ακόμα ξένη επένδυση, αυτή της Eldorado στις Σκουριές, δοκιμάζεται από χειρισμούς των συναρμοδίων υπουργείων και έχει παγώσει.

Η παρέμβαση των επενδυτών για το Ελληνικό συμπυκνώνεται στην κατακλείδα της ανακοίνωσης-παρέμβασης: «Η εταιρία παραμένει από την πρώτη στιγμή προσηλωμένη στα συμβατικά κείμενα που έχει υπογράψει με την ελληνική Πολιτεία. Η εταιρία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να απαιτήσει το ίδιο και από τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη, καθ’ ότι αυτό αποτελεί τη μόνη ασφαλή οδό για την επιτυχή πλήρωση όλων των αιρέσεων και την έναρξη του έργου. Συνεχής ανατροπή του συμφωνηθέντος και κυρωθέντος από τη Βουλή πλαισίου ή συνεχής έγερση νέων εμποδίων, δημιουργεί κλίμα αέναης και ανολοκλήρωτης διαπραγμάτευσης, διαρρηγνύει το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και εγείρει πολλαπλά και εύλογα ερωτηματικά για πολλά ζητήματα».

Ακόμη, σύμφωνα με τους επενδυτές, «το σύνολο των ανατροπών και ανακολουθιών, αλλά και η πρακτική της συνεχούς έγερσης νέων εμποδίων, διαρρηγνύουν το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης. Ταυτόχρονα, δημιουργούν έντονο προβληματισμό ως προς τη δυνατότητα υλοποίησης της επένδυσης, της οποίας η αναγκαιότητα διακηρύσσεται με τον πιο επίσημο τρόπο από την Ελληνική Πολιτεία, ενώ η κρισιμότητά της είναι αδιαμφισβήτητη από όλες τις πλευρές».

Παράλληλα εξηγούνται διεξοδικά οι επιπτώσεις των τελευταίων αποφάσεων του υπουργείου Πολιτισμού ως προς το θέμα του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και των ψηλών κτηρίων που έχουν περιληφθεί στο master plan και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ανάπτυξης. Αναλυτικότερα υπογραμμίζεται:

«Όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα εντός της έκτασης είχαν γνωστοποιηθεί στους εννέα υποψήφιους επενδυτές στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνισμού που προκηρύχθηκε το 2011. Αυτά τα ευρήματα ανακαλύφθηκαν κατά την κατασκευή του Αεροδρομίου και κατά την υλοποίηση των έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το Τραμ και το Μετρό. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η οριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου μόνο στην περιοχή του Αγίου Κοσμά. Η Lamda τα έλαβε υπόψη της κατά το σχεδιασμό της ανάπτυξης με ιδιαίτερη μέριμνα για την ανάδειξή τους, όπως επιβάλλεται σε μια τέτοιας εμβέλειας επένδυση. Παράλληλα, η επικυρωμένη από τη Βουλή Σύμβαση περιλαμβάνει συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την περίπτωση εύρεσης νέων αρχαιοτήτων, ενώ, ούτως ή άλλως, εξακολουθούν να ισχύουν καθ’ ολοκληρία και όσα προβλέπουν οι αρχαιολογικοί νόμοι. Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι δεν προέκυψε κανένα νέο εύρημα, το Υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε νέο αρχαιολογικό χώρο.  

Η ανατροπή αυτή επηρεάζει σημαντικό τμήμα του σχεδιασμού του έργου, αυξάνει σημαντικά και με τρόπο μη προβλέψιμο τους κινδύνους από τη γραφειοκρατία, ενώ δυσχεραίνει σημαντικά την προώθηση των επιμέρους επενδύσεων.

Η δημιουργούμενη αβεβαιότητα από τα ανωτέρω επιδεινώνεται από το γεγονός ότι, βάσει της Υπουργικής Απόφασης, αναιρείται το πρόσφατα υπογραφέν Μνημόνιο το οποίο περιγράφει λεπτομερώς τις διαδικασίες στην περίπτωση της εύρεσης αρχαίων και το οποίο είχε προηγουμένως εγκριθεί από έντεκα Υπουργούς στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ)».

Συνέπειες κήρυξης αρχαιολογικού χώρου

Η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου, σύμφωνα με τους επενδυτές, έχει τις εξής συνέπειες για την έκταση που κηρύσσεται:
«Οποιαδήποτε δραστηριότητα κατ’ αρχάς απαγορεύεται και επιτρέπεται μόνο μετά από θετική εισήγηση της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας και απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού.

Η διαδικασία για τη χορήγηση οποιασδήποτε άδειας περιλαμβάνει την υποχρεωτική ενημέρωση της αρχαιολογικής υπηρεσίας πριν από την έναρξη κάθε εργασίας ή έργου, την υποβολή φακέλου, πιθανόν αυτοψία, γνωμοδότηση από το αρμόδιο αρχαιολογικό συμβούλιο, πιθανή τροποποίηση της εκάστοτε μελέτης ή επιβολή άλλων όρων, την παρακολούθηση των όποιων εργασιών από την αρχαιολογική υπηρεσία κ.α.

Τα ανωτέρω δύναται να προκαλέσουν σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία αδειοδότησης και είναι αυτονόητο ότι αποτελούν σημαντικά εμπόδια για την ολοκλήρωση του έργου.

Συνεπώς, η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου στο ακίνητο επηρεάζει άμεσα τις προοπτικές του. Σε οποιαδήποτε μεταβίβαση, μίσθωση, και γενικά σε οποιαδήποτε σύμβαση σχετίζεται με ακίνητο εντός αρχαιολογικού χώρου, η κήρυξη του τελευταίου έχει σοβαρές συνέπειες και επιπτώσεις ακόμα και αν δεν βρεθούν τελικά αρχαία. Αυτό εμφανίζεται εντονότερα σε αδόμητα ακίνητα, όπως η έκταση του Ελληνικού.

Οι διαδικασίες εν γένει επιβαρύνονται, δεδομένου ότι κακοπροαίρετοι ή υστερόβουλοι τρίτοι, για ίδιο όφελος, και χωρίς τεκμηρίωση ή αιτιολογία έχουν δικαίωμα προσφυγής ενάντια σε κάθε πράξη ή απόφαση που κατά την άποψή τους υποβαθμίζει ή βλάπτει άμεσα ή έμμεσα τον αρχαιολογικό χώρο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι σοβαρές καθυστερήσεις για κάθε περίπτωση προσφυγής μέχρις ότου αυτή ολοκληρωθεί.

Όλα τα ανωτέρω μεταβάλλουν “επί τα χείρω” την κατάσταση του ακινήτου σε σχέση με τα συμφωνηθέντα και τελικά αλλοιώνουν την αξία του ακινήτου που έχει παραχωρηθεί από το διεθνή διαγωνισμό, ενώ η έκταση βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, όχι μόνο κατά τη φάση της πρώτης έναρξης λειτουργίας, αλλά και για όσο διάστημα υφίσταται ο χαρακτηρισμός αυτός.

Τα περισσότερα από τα ανωτέρω ισχύουν, όχι μόνο για όσα ακίνητα βρίσκονται εντός αρχαιολογικού χώρου, αλλά και για όσα βρίσκονται “πλησίον” αυτού. Ο όρος “πλησίον” ερμηνεύεται κατά περίπτωση, με βασικό κριτήριο τη γειτνίαση ή και την οπτική επαφή του υπό αδειοδότηση έργου ή δραστηριότητας με τον αρχαιολογικό χώρο. Συνεπώς, η κήρυξη αρχαιολογικού χώρου επηρεάζει σημαντικά και όλες τις γειτνιάζουσες με το χώρο περιοχές».

Η Lamda δεν παραλείπει να σημειώσει και το αυτονόητο: «Τυχόν αρχαία ευρήματα, σε κάθε περίπτωση θα αναδειχθούν με τους τρόπους που προβλέπονται, θα αποτελέσουν πόλο έλξης επισκεπτών και θα αναδείξουν το έργο. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να ξεκινήσουν τα έργα και να γίνουν οι ανασκαφές ώστε να αναδειχθούν τυχόν ευρήματα που αυτή τη στιγμή παραμένουν θαμμένα.

Ως προς το θέμα της επιβολής 16 όρων στο Σχέδιο Ανάπτυξης στην κυρωμένη από τη Βουλή Σύμβαση προβλέπεται ρητά ως όρος για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης η έγκριση του ΣΟΑ “ουσιωδώς στη μορφή στην οποία υποβλήθηκε” από την εταιρία στα πλαίσια του διαγωνισμού.  

Ειδικότερα, ενώ ο νόμος με βάση τον οποίο σχεδιάστηκε η Ανάπτυξη, έθετε τους όρους βάσει των οποίων μπορεί να υλοποιηθεί μεγάλος αριθμός υψηλών κτιρίων, χωρίς περιορισμό ύψους, η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού θέτει ως όρο την επανεξέταση του ύψους των κτιρίων, αλλοιώνοντας έτσι τη δέσμευση των νόμων απέναντι στους επενδυτές.

Η ανέγερση ψηλών κτιρίων στο Ελληνικό προκρίθηκε στο πλαίσιο μιας πρότυπης, βιώσιμης και ποιοτικά βελτιωμένης αστικής ανάπλασης που θέτει στο κέντρο θέματα περιβάλλοντος, ενέργειας, αισθητικής και λειτουργικότητας». Μείωση στην κάλυψη της επιφάνειας σημαίνει, σύμφωνα πάντα με τους επενδυτές, περισσότερος χώρος για πράσινο, περισσότεροι ανοικτοί, κοινόχρηστοι χώροι.

«Οι δεσμεύσεις θα τηρηθούν»

Η κυβέρνηση στην ανακοίνωσή της διαβεβαιώνει ότι «θα τηρηθούν από την Ελληνική Πολιτεία όλες οι συμβατικές δεσμεύσεις της ως προς την επένδυση του Ελληνικού», ενώ προσθέτει: «Αυτονόητη προϋπόθεση είναι η τήρηση από τον επενδυτή των δικών του δεσμεύσεων. Σε αυτό το στάδιο οι επιμέρους υπηρεσίες του κράτους εκφράζουν απόψεις και γνωμοδοτήσεις, οι οποίες θα συνεκτιμηθούν συνολικά στο προς έκδοση προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον νόμο 4062/2012».

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, «απαιτείται η συνεργασία των μερών, ώστε να εξειδικευτούν οι επιμέρους παράμετροι και να οδηγηθούμε σε μία σύννομη χωροθέτηση, η οποία θα τύχει και της έγκρισης του ΣτΕ». Καταλήγοντας καλεί τον «επενδυτή σε καλόπιστη συνεργασία, που όπως έχει αποδειχθεί είναι η μόνη μέθοδος για την επίλυση όλων των προβλημάτων».