Skip to main content

Η Ελλάδα στο κυνήγι των αξιολογήσεων

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Την πρώτη επί των ημερών της αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας θέλει να προσθέσει την επόμενη εβδομάδα στο ενεργητικό της η ελληνική κυβέρνηση. Την επόμενη Παρασκευή αναμένεται η έκθεση από τον οίκο Standard and Poor’s, ο οποίος έχει διατηρήσει σταθερή τη βαθμολογία από τον Ιούλιο του 2018. Η αναβάθμιση κατά τουλάχιστον μία βαθμίδα θεωρείται πιθανή, ενώ μερικές ημέρες αργότερα θα ακολουθήσει η έκθεση και από τον καναδικό οίκο DBRS, ο οποίος ήδη έστειλε θετικά μηνύματα με αφορμή την έγκριση του προγράμματος «Ηρακλής» για τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Μείζον εθνικός στόχος

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στον συντομότερο δυνατό χρόνο -και ιδανικά μέχρι το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 2020- συνιστά μείζον εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα «ξεκλειδώσει» και για τα ελληνικά ομόλογα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα συμπιέσει ακόμη περισσότερο τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και θα ανοίξει τον δρόμο για τη μείωση του ονομαστικού στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021.

Στις αξιολογήσεις των ξένων οίκων του καλοκαιριού (η τελευταία αξιολόγηση έγινε τον Αύγουστο από τον οίκο Fitch, ο οποίος βαθμολογεί τα ελληνικά ομόλογα με «ΒΒ-») υπήρξε επιφυλακτικότητα αφού ήθελαν απτές ενδείξεις της πολιτικής της νέας κυβέρνησης και συνεπώς δεν άλλαξε η βαθμολογία του αξιόχρεου. Στο δίμηνο, όμως, που ακολούθησε: 

1. Ολοκληρώθηκε η άρση των capital controls και αποδείχτηκε ότι δεν έχει υπάρξει η παραμικρή αρνητική συνέπεια στο υπόλοιπο των καταθέσεων (το οποίο μάλιστα αυξήθηκε αισθητά, παρά το γεγονός ότι πλήρης άρση των capital controls έχει συμπέσει χρονικά με τη δύσκολη χρονική περίοδο της καταβολής των μεγαλύτερων φορολογικών υποχρεώσεων της χρονιάς).

2. Διασφαλίστηκε η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό του 2019, παρά το γεγονός ότι προχώρησε η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% κι ενώ προγραμματίζεται η μείωση της προκαταβολής των επιχειρήσεων, αλλά και η πρόωρη καταβολή του επιδόματος θέρμανσης.

3. Επιτεύχθηκε η συμφωνία με τους θεσμούς (τουλάχιστον με τις μέχρι τώρα ενδείξεις) ότι επιτυγχάνεται ο δημοσιονομικός στόχος του 3,5% και στον προϋπολογισμό του 2020, παρά την ενσωμάτωση των φιλοαναπτυξιακών μέτρων συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ.

4. Έκλεισαν μεγάλα μέτωπα, όπως η οικονομική διάσωση της ΔΕΗ, αλλά και η προώθηση της μεγάλης επένδυσης στο Ελληνικό. Μέσα τις επόμενες ημέρες αναμένονται θετικές εξελίξεις και από το μέτωπο της πώλησης των μετοχών στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος».

5. Έγινε νέα επιτυχημένη έκδοση 10ετούς ομολόγου, με την απόδοση να περιορίζεται στο ιστορικό χαμηλό του 1,5%, ενώ καταγράφηκε αρνητική απόδοση στην έκδοση του εντόκου γραμματίου τρίμηνης διάρκειας.

6. Δόθηκε το «πράσινο φως» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την προώθηση του προγράμματος «Ηρακλής», με το οποίο θα ρυθμιστούν «κόκκινα» δάνεια συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ μέχρι τα μέσα του 2021 και μάλιστα χωρίς να υπάρξει επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό (το αντίθετο, μάλιστα, καθώς θα προκύπτουν πρόσθετα έσοδα, αφού οι τράπεζες θα πληρώνουν προμήθεια 1,8% επί του ύψους των εγγυήσεων που θα χορηγεί το Δημόσιο και οι οποίες θα φτάνουν ακόμη και στα 9 δισ. ευρώ). Για το πρόγραμμα «Ηρακλής» υπήρξε ήδη θετική αντίδραση τόσο από τον οίκο Moody’s (ο οποίος χαρακτήρισε ως «θετικό πιστωτικό γεγονός» τη συγκεκριμένη εξέλιξη) όσο και από τον οίκο DBRS.

Το μεγάλο απόθεμα NPEs είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αν και η δημιουργία νέων NPEs μειώνεται, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να ανακοινώνουν τα υψηλότερα ποσοστά προβληματικών δανείων παγκοσμίως (στη βάση του συστήματος αξιολόγησης της Moody’s), παρά τη βελτίωση των προηγουμένων ετών. H προοπτική ταχύτατης μείωσης των «κόκκινων» δανείων (από τα 75 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, ακόμη και κάτω από τα 40 δισ. ευρώ μέσα στο επόμενο 18μηνο) είναι ένα από σημαντικότερα ζητήματα για τους οίκους αξιολόγησης, καθώς το θέμα συνδέεται με την έναρξη της διαδικασίας χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας με «φρέσκο χρήμα» που θα μπορέσουν να ρίξουν στην αγορά οι τράπεζες.

Πιστοληπτική ικανότητα

Ο οίκος Moody’s έχει χαρακτηρίσει σταθερές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από τον περασμένο Μάρτιο, βαθμολογώντας με «Β1» την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Σταθερές είναι οι προοπτικές και για τον οίκο Fitch, o οποίος βαθμολογεί με «ΒΒ-» τα ελληνικά ομόλογα. Fitch και DBRS δίνουν αυτήν τη στιγμή την καλύτερη βαθμολογία στην Ελλάδα, καθώς απέχουν τρεις βαθμίδες από την επενδυτική. Αν υπάρξει αναβάθμιση στις αρχές Νοεμβρίου από την DBRS (η οποία έχει χαρακτηρίσει θετικές τις προοπτικές από τον περασμένο Μάιο), τότε θα μειωθεί η απόσταση από την επενδυτική βαθμίδα. Αντίθετα, η Standard and Poor’s και η Moody’s βρίσκονται ένα σκαλί χαμηλότερα (η S&P βαθμολογεί με «Β+» τα ελληνικά ομόλογα από πέρυσι τον Ιούλιο).

Τα οφέλη

Το βασικό όφελος που μπορεί να προκύψει από τις αναβαθμίσεις των ξένων οίκων έχει να κάνει με το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Το λογικό και αναμενόμενο είναι ότι οι αποδόσεις θα συνεχίσουν να υποχωρούν, ειδικά αν η βαθμολογία αρχίσει να πλησιάζει στην επενδυτική. Χωρίς να έχει αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέων εκδόσεων μέχρι το τέλος του έτους, μέσα στο 2020 ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα αντλήσει τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ από τις αγορές, ενώ με δεδομένη τη μείωση των επιτοκίων των εντόκων γραμματίων σε αρνητικό επίπεδο θα προκύψει πρόσθετο όφελος σε επίπεδο τόκων και από το συγκεκριμένο μέτωπο. Αν καταστεί εφικτή η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέχρι το καλοκαίρι του 2020 (που είναι φιλόδοξος στόχος, καθώς θα εξαρτηθεί τόσο από την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας όσο και από την πορεία μείωσης των «κόκκινων» δανείων), η κυβέρνηση θα μπει με πολύ ισχυρό χαρτί στις διαπραγματεύσεις για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021, η οποία χρονικά τοποθετείται στο φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς.  

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατόν συνιστά μείζον εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα «ξεκλειδώσει» και για τα ελληνικά ομόλογα το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα ανοίξει τον δρόμο για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021.