Η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζες (ΕΚΤ) δεν προφυλάσσει απλώς την οικονομία της Ευρωζώνης από τους κλυδωνισμούς. Το φθηνό χρήμα είναι ευλογία και για τους δανειολήπτες, αλλά κατάρα για τους αποταμιευτές, γράφει η Deutsche Welle.
Σε ένα ιδιαίτερα κοστοβόρο χόμπι εξελίχθηκε τα τελευταία χρόνια μια από τις αγαπημένες συνήθειες των Γερμανών, η αποταμίευση. Σύμφωνα με έρευνα της Allianz μάλιστα, το φθηνό χρήμα και τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ στοίχισαν μεταξύ 2010 και 2015 στους «πρωταθλητές της αποταμίευσης» Γερμανούς απώλειες τόκων ύψους 29,8 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αναλογεί στο 1,1 % του γερμανικού ΑΕΠ.
Βάσει αυτών των στοιχείων οι Γερμανοί αποταμιευτές μετρούν μαζί με τους Βέλγους και τους Σλοβάκους τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, με τη βοήθεια της οποίας το επιτελείο του Μάριο Ντράγκι προσπαθεί να τονώσει την οικονομία της Ευρωζώνης. «Τα τελευταία έξι χρόνια τα γερμανικά νοικοκυριά κατέγραψαν μεγάλες απώλειες», διαπιστώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz Μίχαελ Χάιζε. Ο ίδιος υπολογίζεται την κατά κεφαλήν ζημία στα 367 ευρώ.
Στους κερδισμένους… οι Έλληνες
Στον αντίποδα, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι επωφελούνται από το φθηνό χρήμα. Το κέρδος για τα εισοδήματά τους – λόγω των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού – είναι μεγαλύτερο από τις απώλειες που καταγράφουν λόγω των χαμηλών επιτοκίων στις αποταμιεύσεις. Τα τελευταία πέντε χρόνια, από το 2010, τα κέρδη αυτά ανήλθαν στα 130 δισ. ευρώ ή 400 ευρώ κατά κεφαλήν.
«Στους μεγάλους κερδισμένους συγκαταλέγονται οι χώρες της περιφέρειας, όπως η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ισπανία», αναφέρεται στην έκθεση. Σε αυτές τις χώρες τα κέρδη που προέκυψαν από την ακολουθούμενη πολιτική χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ ανήλθαν στα 1.200 ευρώ ανά άτομο.
Η έρευνα δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις συνέπειες της νομισματικής πολιτικής στα πεδία των ακινήτων και των χρηματιστηριακών μετοχών. Είναι όμως γεγονός ότι το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ δίνει σημαντική ώθηση και στα περιουσιακά στοιχεία. Αυτή ακριβώς την πτυχή αναδεικνύουν ερευνητές του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών στο Χάλε: όποιος επενδύει τα χρήματά του πιο ισορροπημένα, δηλαδή και σε ακίνητα και μετοχές, πέτυχε στη φάση των χαμηλών επιτοκίων μεταξύ 2010 και 2015 μεγαλύτερες αποδόσεις από την εποχή προ κρίσης.
Το «προκλητικό» συμπέρασμά τους: «Τα γερμανικά νοικοκυριά επωφελούνται από την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων», στις περιπτώσεις βέβαια που αξιοποιούνται πολλές και διαφορετικές επενδυτικές δυνατότητες. «Το εάν ένα νοικοκυριό πλήττεται από την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων εξαρτάται κυρίως από την επενδυτική του συμπεριφορά», υποστηρίζει το ινστιτούτο.
Εντείνεται η ανισότητα στη Γερμανία
Γεγονός είναι όμως ότι στη Γερμανία ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι επενδύουν σε μετοχές. Μόνο το 2014 περίπου μισό εκατομμύριο Γερμανοί γύρισαν την πλάτη τους στην χρηματιστηριακή αγορά. Έτσι, στο τέλος του περασμένου έτους, καταγράφονταν μόλις 8,4 εκατομμύρια Γερμανοί που δραστηριοποιούνταν στο χρηματιστήριο, δηλαδή το 13 % περίπου του πληθυσμού.
Επιπλέον, πρόσφατη έρευνα του Κλάους Άνταμ από το Πανεπιστήμιο του Μανχάιμ και της Παναγιώτας Ματζουράνη από την Bundesbank κατέδειξε ότι σε αξιόγραφα επενδύουν κυρίως άνθρωποι με υψηλά εισοδήματα και περιουσίες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πλούσιοι να γίνονται όλο και πλουσιότεροι και η ανισότητα να εντείνεται, όπως αναφέρεται.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, η αύξηση στις τιμές των ακινήτων, την οποία πυροδότησε η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ενέτεινε επίσης την ανισότητα στη Γερμανία. Διότι τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα στη χώρα ζουν με ενοίκιο. «Πράγματι, το μέσο γερμανικό νοικοκυριό δεν επωφελείται διόλου από τις αυξανόμενες τιμές των ακινήτων, διότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι ιδιαίτερα χαμηλό στη Γερμανία», αναφέρει έκθεση της γερμανικής Bundesbank.
Πηγή: Deutsche Welle