Skip to main content

Η κόντρα Ιταλίας- Ε.Ε.: Τα «θέλω», τα «πρέπει», τα κενά και τα σενάρια «Αρμαγεδδών»

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]

Οι Ευρωπαίοι προειδοποιούν, οι Ιταλοί αγανακτούν, οι ειδικοί ανησυχούν και οι αγορές είναι σε πλήρη σύγχυση. Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ και δεύτερο πιο υπερχρεωμένο μέλος είναι η υπ’ αριθμόν 1 ανησυχία στην ήπειρο, από τη στιγμή που η κυβέρνηση Κινήματος Πέντε Αστέρων και Λέγκας παρουσίασε το προσχέδιο για τον προϋπολογισμό του 2019. Τι ακριβώς προβλέπει, πόσα υπόσχεται, πόσα αποφεύγει, γιατί φοβίζει και πού θα οδηγήσει Ιταλία και Ευρωζώνη;

Τι θέλουν οι Ιταλοί

Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Τον περασμένο Μάρτιο οι Ιταλοί ψήφισαν πολιτική αλλαγή. Διάλεξαν ένα ακροδεξιό και ένα απολιτίκ, λαϊκιστικό κόμμα να συγκυβερνήσουν και εξακολουθούν να τους χαρίζουν υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Τους ψήφισαν- μεταξύ άλλων- για να καθιερώσουν ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, να καταργήσουν την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2011, μειώνοντας έτσι στην πράξη τα υφιστάμενα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, να αυξήσουν τις δαπάνες για υποδομές και να ελαφρύνουν τα φορολογικά βάρη.

Αυτά προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2016, με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι τα δύο πρώτα στοιχεία στοιχίζουν 16 δισ. δολάρια και να είναι αρκετά ασαφής ως προς τα δύο τελευταία.

Η Ιταλία είναι η μοναδική χώρα, πέραν της Ελλάδας, στην οποία το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο σε σχέση με τα προ κρίσεως 2008 επίπεδα και στα ίδια επίπεδα με εκείνα του 2000. Το 20% των Ιταλών ζουν με λιγότερα από 10.000 ετησίως σε μία χώρα, στην οποία το κόστος ζωής είναι ανάλογο με εκείνο της Γερμανίας. Οι Ιταλοί έχουν λοιπόν λόγο να είναι απογοητευμένοι ή και θυμωμένοι. Το αφήγημα, που θέλει το ευρώ και τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας να φταίει για όλα, παρουσιάζει, όμως, σοβαρά κενά.

Τι αποφεύγουν

Σε μία οικονομία, που υποφέρει διαχρονικά από ασθενική ανάπτυξη, τα τρία από τα τέσσερα βασικά μέτρα του προϋπολογισμού (με εξαίρεση αυτό για το συνταξιοδοτικό) θα μπορούσαν θεωρητικά να δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο αυτά, που υπόσχεται, αλλά αυτά που δεν θέλει να κάνει η Ρώμη. Επιλέγει την εύκολη λύση της διόγκωσης του ελλείμματος, για να χρηματοδοτήσει τις δεσμεύσεις της, διατεινόμενη ότι το κέρδος σε επίπεδο ανάπτυξης θα είναι τέτοιο, ώστε από το 2020 έλλειμμα και το χρέος, που υπερβαίνει το 130% του ΑΕΠ, θα αρχίσουν να υποχωρούν ως ποσοστό του εγχώριου προϊόντος.

Οι οικονομολόγοι, Ιταλοί και ξένοι, διαφωνούν. Για να συμβεί αυτό, τονίζουν, δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, οι παροχές και τα «χαμόγελα», που σύμφωνα με τον Ντι Μάιο μεταφράζονται σε χρήμα. Απαιτούνται μέτρα, που θα αντιμετωπίσουν το σοβαρότερο, διαχρονικά (ακόμη και πριν από την ένταξή της στη νομισματική ένωση) πρόβλημα της ιταλικής οικονομίας: την εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα.

Επιπλέον η Ρώμη αρκείται στο να πει ότι θα μειώσει τα φορολογικά βάρη για τα νοικοκυριά αλλά δεν μας λέει πόσο. Δεν ξέρουμε λοιπόν αν αυτό θα μπορέσει να ανατρέψει την εικόνα, που θέλει τις αποταμιεύσεις των ιταλικών νοικοκυριών σε ναδίρ 16 ετών, αλλά και πλήρη απροθυμία να αυξήσουν τις δαπάνες τους.

Τι αλλάζει στο κόστος δανεισμού

Τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά ούτε από το μέτωπο των επιχειρήσεων. Οι βιομηχανικές παραγγελίες παραμένουν αδύναμες και τα τελευταία δεδομένα για τις συνθήκες δανεισμού δείχνουν χαμηλά ποσοστά ζήτησης εκ μέρους των επιχειρήσεων για χρηματοδότηση επενδύσεων. Η αβεβαιότητα δεν αρέσει στον ιδιωτικό τομέα, που αποφεύγει τα ανοίγματα.

Υπό τις συνθήκες αυτές η Capital Economics υπολογίζει ότι τα μέτρα της ιταλικής κυβέρνησης θα προσθέσουν στους ρυθμούς ανάπτυξης του 2019 περίπου 0,4 εκατοστιαίες μονάδες και όχι 0,8 όπως θέλει η κυβέρνηση. Μάλιστα προειδοποιεί ότι αυτό θα αντισταθμιστεί εν μέρει από το υψηλότερο κόστος δανεισμού για κράτος και επιχειρήσεις. Το πραγματικό όφελος θα είναι μόλις 0,2 μονάδες. 

Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που αποδείχθηκε ουσιαστικό στήριγμα των ιταλικών ομολόγων τα τελευταία χρόνια, φτάνει στο τέλος του τον Δεκέμβριο. Οι αποδόσεις συνολικά των ευρωπαϊκών ομολόγων προβλέπεται να ακολουθήσουν την ανιούσα το 2019. Αυτές των ιταλικών είναι ήδη στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014 και αυτό δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει την ιταλική κυβέρνηση όσο και εάν ο Σαλβίνι διαμηνύει πως δεν τον νοιάζουν τα spread, αλλά οι Ιταλοί. Η πιστωτική ασφυξία δεν βοήθησε ποτέ κανέναν να παράξει ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο αυτό η Capital Economics βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης μόλις 1,2% το 2019 έναντι 1% φέτος. Η Ρώμη ελπίζει σε 1,5% φέτος και 2,3% την επόμενη χρονιά. Και στη βάση αυτή της εκτίμησης στηρίζει το σενάριο μείωσης του ελλείμματος και του χρέους.

Τι περιμένουμε να συμβεί;
Η Ιταλία με τους στόχου του ελλείμματος, δεν παραβαίνει τον κανόνα του 3%, που προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Υπάρχει όμως και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο του 2012, με το οποίο όλα τα κράτη μέλη δεσμεύθηκαν να στοχεύσουν προς σταδιακό ισοσκελισμό του προϋπολογισμού τους. Για όσα εμφανίζουν υψηλά ποσοστά χρέους, οι απαιτήσεις είναι υψηλότερες. Για αυτό και η προηγούμενη κυβέρνηση στόχευε σε έλλειμμα 0,8% του ΑΕΠ για το 2019. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ζητήσει πιθανότατα τροποποιήσεις και τότε Κίνημα Πέντε Αστέρων και Λέγκα θα πρέπει να επιλέξουν εάν τους ενδιαφέρει πράγματι η υγεία της οικονομίας και η ευημερία των πολιτών ή απλώς το να δείξουν ότι θα κάνουν «επανάσταση», ώστε σε έξι μήνες «η Ευρώπη όπως είναι σήμερα να έχει πεθάνει».

Οι  Βρυξέλλες θα πρέπει και εκείνες να επιλέξουν εάν θα επιμείνουν σε αυστηρή, χωρίς ευελιξία, τήρηση των κανόνων ή θα αναγνωρίσουν λάθη και αποτυχίες του παρελθόντος και θα επιδιώξουν τον συμβιβασμό.

Κάποιοι δεν είναι καθόλου αισιόδοξοι. Μεταξύ αυτών και αναλυτές του BBC, που πρόσφατα έκαναν λόγο για δύο σενάρια Αρμαγεδδών. Το ένα θέλει την Ιταλία να χρεοκοπεί και την Ευρωζώνη να λυγίζει υπό το βάρος της πτώχευσης ενός ιστορικού μέλους. Το άλλο θέλει την Ιταλία να βγαίνει από το ευρώ και την νομισματική ένωση να οδηγείται σε αποσύνθεση. Κανείς δεν θέλει πραγματικά να συμβεί αυτό, ούτε καν εκείνοι που δηλώνουν Ευρωσκεπτικιστές με την πολυτέλεια της στήριξης της ΕΚΤ.

 naftemporiki.gr