Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Πολλαπλά γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη θα έχει για την Ελλάδα η υλοποίηση του αγωγού EastMed, καθώς θα ενισχύσει σημαντικά τον ρόλο της χώρας μας ως κόμβου διαμετακόμισης φυσικού αερίου στην ευρύτερη περιοχή, συμβάλλοντας παράλληλα στην ακόμη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας, αλλά και των οδεύσεων του καυσίμου.
Έτσι, θα έρθει να συμπληρώσει διεθνή έργα που μετατρέπουν την Ελλάδα σε πύλη εισόδου φυσικού αερίου στη ΝΑ Ευρώπη, με πρώτο στη λίστα τον Διαδριατικό Αγωγό Φυσικού Αερίου (TAP), ο οποίος μέσω Ελλάδας, Αλβανίας και Ιταλίας θα μεταφέρει αέριο από τα νέα κοιτάσματα της Κασπίας στην κεντρική γηραιά ήπειρο. Μάλιστα, διασχίζοντας όλη τη Βόρεια Ελλάδα, από τους Κήπους στον Έβρο μέχρι τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ο ΤΑΡ θα ξεκινήσει εντός του 2020 τις πρώτες παραδόσεις καυσίμου.
Ενεργειακός διάδρομος
Όσον αφορά τη σημασία του EastMed για τη χώρα μας, σημαντικό είναι επίσης ότι θα διασφαλίσει την παροχή φυσικού αερίου σε περιοχές που δεν έχουν πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο, όπως η Κρήτη, η Πελοπόννησος και η Δυτική Ελλάδα. Παράλληλα, με δεδομένο ότι και στον ελληνικό χώρο έχουν ήδη ξεκινήσει έρευνες για την ύπαρξη κοιτασμάτων αερίου, ή προγραμματίζεται να ξεκινήσουν το αμέσως επόμενο διάστημα, το έργο θα αποτελέσει επίσης έναν νέο «ενεργειακό διάδρομο» για τη μεταφορά των ποσοτήτων καυσίμου που ενδεχομένως θα ανακαλυφθούν εντός της επικράτειας.
Την ανάπτυξη του έργου έχει αναλάβει η ΥΑΦΑ Ποσειδών (IGI Poseidon), που ανήκει κατά 50% στη ΔΕΠΑ και κατά 50% στην Edison, με σκοπό τη μεταφορά φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσω της Ελλάδας μέχρι την Ιταλία και από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η αρχική μεταφορική ικανότητα του αγωγού προβλέπεται στα 10 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) ετησίως, με προοπτική να επεκταθεί στα 20 bcm.
Ο σχεδιασμός
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, ο αγωγός θα έχει αφετηρία τη Λεκάνη της Λεβαντίνης, συνεχίζοντας μέχρι την Κύπρο. Από εκεί, στη συνέχεια θα επεκτείνεται υποθαλάσσια μέχρι την Κρήτη απ’ όπου θα «περνά» στην Πελοπόννησο. Διατρέχοντας την Πελοπόννησο, μέσω ενός υποθαλάσσιου τμήματος που θα διαπερνά τον Πατραϊκό κόλπο, θα διασχίζει μετά όλη τη Δυτική Ελλάδα, για να καταλήξει στο Φλωροβούνι Θεσπρωτίας. Εκεί προβλέπεται η διασύνδεσή του με τον υποθαλάσσιο αγωγού φυσικού αερίου Ελλάδας – Ιταλίας «Ποσειδών», τον οποίο αναπτύσσει επίσης η ΥΑΦΑ Ποσειδών, ώστε το καύσιμο να φτάσει στη γειτονική χώρα.
Η παραπάνω διαδρομή σημαίνει πως ο αγωγός θα έχει μήκος 1.872 χλμ., από τα οποία περίπου 1.335 χλμ. θα είναι το υποθαλάσσιο τμήμα του και περίπου 537 χλμ. το χερσαίο. Όπως είναι φυσικό, η έκταση της υποδομής «ανεβάζει» ψηλά και το κόστος της, το οποίο για την αρχική δυναμικότητα εκτιμάται στα 5,2 δισ. ευρώ.
Αν μάλιστα σε αυτό το κόστος συνυπολογισθούν και τα κεφάλαια κατασκευής του αγωγού Ελλάδας – Ιταλίας, τότε ο προϋπολογισμός του έργου ανεβαίνει στα 6 δισ. ευρώ. Πάντως, οι τεχνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές μελέτες (pre-FEED phase) που πραγματοποίησε η ΥΑΦΑ Ποσειδών την περίοδο 2015-2018 έχουν επιβεβαιώσει ότι το έργο είναι τεχνικά εφικτό, οικονομικά βιώσιμο, ανταγωνιστικό και συμπληρωματικό με εναλλακτικές εξαγωγικές προτάσεις στην περιοχή.
Παράλληλα, χάρη στη δυνητική συμβολή στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης, ο EastMed (όπως και ο αγωγός Ελλάδας – Ιταλίας «Ποσειδών») έχει αναγνωρισθεί ήδη από το 2013 ως Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI), ενώ περιλαμβάνεται και στον τελευταίο κατάλογο έργων PCI (Οκτώβριος 2019).
Για τον ίδιο λόγο, τον Ιούνιο του 2018 εγκρίθηκε πρόσθετη συγχρηματοδότηση 34,5 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα CEF (Connect Europe Facility) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό την ολοκλήρωση της φάσης FEED (τεχνικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές μελέτες) καθώς και τη Λεπτομερή Υποθαλάσσια Έρευνα (DMS) και την ωρίμανση του έργου σε επίπεδο λήψης Τελικής Επενδυτικής Απόφασης (FID).
Το χρονοδιάγραμμα
Προκειμένου η ΥΑΦΑ Ποσειδών να προχωρήσει στην επόμενη φάση ανάπτυξης του έργου, οι μέτοχοι της εταιρείας έχουν αποφασίσει να επιταχύνουν τις απαιτούμενες διαδικασίες για τη λήψη της Τελικής Επενδυτικής Απόφασης εντός 2-3 ετών. Το συνολικό κόστος αυτών των ενεργειών εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα περίπου 70 εκατ. ευρώ. Εφόσον η τελική επενδυτική απόφαση ληφθεί το 2022 και ξεκινήσει αμέσως η κατασκευή του, το έργο εκτιμάται ότι θα τεθεί σε λειτουργία έως το 2025.