Ο προϋπολογισμός του 2020 θετει τις βάσεις για τον τερματισμό της υπερφορολόγησης και της αποεπένδυσης που χαρακτήρισαν την περίοδο 2016-2018. Αυτό επισημαίνει ο αρμόδιος υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής, Θόδωρος Σκυλακάκης με αφορμή την κατάθεση του προσχεδίου στη Βουλή.
Ο κ. Σκυλακάκης σημειώνει ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020 προβλέπει σημαντική αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης από το 1,5% που παρατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019 στο 2,8% για το 2020. «Σηματοδοτεί έτσι μια ριζική στροφή της οικονομικής πολιτικής από την υπερφορολόγηση και την αποεπένδυση, προς την ανάπτυξη, την απασχόληση και την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων όλων των πολιτών» σχολιάζει.
Προσθέτει ακόμη ότι προβλέπει επίσης μείωση της ανεργίας (από το 17,4% στο 15,6%) και σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,8%) και των επενδύσεων (+13,4%), που αντανακλούν στην αύξηση των διαθεσίμων εισοδημάτων όλων των πολιτών, μέσω της μείωσης των συντελεστών στη φορολογία εισοδήματος και της αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας.
«Συνολικά τα μέτρα αναθέρμανσης της Οικονομίας μαζί με τις νέες κοινωνικές πρωτοβουλίες φτάνουν τα 1200 εκ. ευρώ και περιλαμβάνουν όλα όσα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόσφατη ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τα οποία αφορούν δημοσιονομικά το 2020» αναφέρει ο κ. Σκυλακάκης, ενώ υπογραμμίζει ότι λαμβάνονται ταυτόχρονα μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης (ηλεκτρονικές συναλλαγές, φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας με βάση τις πραγματικές αξίες ακινήτων κ.α.) και εξορθολογισμού των δαπανών και των εσόδων της Γενικής Κυβέρνησης.
Με τις δράσεις αυτές, όπως εξηγεί, εξασφαλίζεται δημοσιονομικός χώρος για την μείωση της φορολογίας και την προώθηση της ανάπτυξης και ταυτόχρονα καλύπτεται το δημοσιονομικό κενό για το 2020 (όπως και για το τρέχον έτος), με την ταυτόχρονη διασφάλιση του συμφωνηθέντος κατά πρόγραμμα πρωτογενούς πλεονάσματος, που θα ανέλθει το 2020 στο 3,56% του ΑΕΠ.
«Ο προϋπολογισμός του 2020 θέτει τις βάσεις για τον τερματισμό της υπερφορολόγησης και της αποεπένδυσης που χαρακτήρισαν την περίοδο 2016-2018, στη διάρκεια της οποίας ασκήθηκε περιοριστική πολιτική ύψους 11,4 δισ. ευρώ, πέραν και επιπλέον των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που είχαν συμφωνηθεί με τους πιστωτές και δημιουργεί το δημοσιονομικό χώρο για την πυροδότηση ενός ενάρετου κύκλου οικονομικής προόδου για τα επόμενα χρόνια. Μια νέα κυβέρνηση εφαρμόζει μια καινούρια οικονομική πολιτική με την φιλοδοξία να θέσει τις βάσεις για μια νέα εποχή για την ελληνική οικονομία και κοινωνία» καταλήγει.