Με το Ταμείο Ανάκαμψης να προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες ανάπτυξης για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η διάθεση και η ετοιμότητά τους να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά αυτή την ιστορική συγκυρία.
Στοχεύοντας στην αξιολόγηση αυτής της παραμέτρου, έρευνα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σε δείγμα 600 ΜμΕ, εξετάζει το βαθμό εξοικείωσης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και διερευνά τους παράγοντες που θα προσδιορίσουν τι δυνατότητες απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων.
Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση, δεδομένης της σημαντικής υστέρησης σε όρους ανταγωνιστικότητας που χαρακτηρίζει τις ελληνικές μικρές επιχειρήσεις (όπως αποτυπώθηκε στην πρόσφατη σχετική μελέτη της ΕΤΕ) ο βαθμός αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων από τις ΜμΕ θα κρίνει εν πολλοίς την ουσιαστική επιτυχία του Σχεδίου Ανάκαμψης.
Ξεκινώντας από τα αποτελέσματα της περιοδικής έρευνας πεδίου της ΕΤΕ διαπιστώνεται ότι οι προσδοκίες των ελληνικών ΜμΕ επανέρχονται σταδιακά σε ανοδική τροχιά, ύστερα από την έντονη καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020. Ειδικότερα, ο Δείκτης Εμπιστοσύνης των ΜμΕ που συνθέτει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ αυξήθηκε κατά 32 μονάδες κατά το περασμένο εξάμηνο, περνώντας έτσι σε θετικό έδαφος (στο +4 το πρώτο εξάμηνο 2021, από το -28 το δεύτερο εξάμηνο 2020).
Παράλληλα, αύξηση κατέγραψε το ποσοστό των επιχειρήσεων που προσβλέπει σε ανάπτυξη (σε 57% το πρώτο εξάμηνο 2021, από 34% το δεύτερο εξάμηνο 2020). Σε αυτό συνέβαλαν τα μέτρα στήριξης που τέθηκαν σε εφαρμογή στη διάρκεια της πανδημίας, διατηρώντας σχετικά σταθερό το ποσοστό ΜμΕ με σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας (της τάξης του 15% την τελευταία διετία) – με μικρή επιδείνωση μόνο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες ωστόσο παρέμειναν σε καλύτερη θέση έναντι του 2018. Συνεπώς, υπό την προϋπόθεση της ομαλής πορείας των εμβολιασμών και αποτελεσματικής συγκράτησης μελλοντικών κυμάτων της πανδημίας, οι ΜμΕ εμφανίζονται έτοιμες να συνεχίσουν την αναπτυξιακή τους πορεία.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, σε αυτή την προσπάθεια, σημαντικός αρωγός θα είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, που άμεσα και έμμεσα προωθεί δράσεις που συμβάλλουν στην κάλυψη των κενών ανταγωνιστικότητας των μικρότερων ελληνικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, παρά την υψηλή χρησιμότητά του, μόλις το 14% των ΜμΕ δηλώνει πλήρη γνώση των επιμέρους δράσεων του Ελληνικού Σχεδίου Ανάπτυξης, ενώ το 1/3 των ΜμΕ δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τη χρήση του (με το λοιπό 50% να δηλώνει κάποιου βαθμού γνώση). Σημειώνεται ότι ο βαθμός εξοικείωσης με το Ταμείο Ανάκαμψης είναι χαμηλότερος στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (με σχεδόν 40% να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τη χρήση του, έναντι 25% των μεσαίων).
Πέρα από το επίπεδο ενημέρωσης, αν ληφθεί υπόψη και η διάθεση αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, τότε προκύπτει ότι:
– Το 44% των ΜμΕ δηλώνουν αποφασισμένοι να το αξιοποιήσουν (δηλαδή τα 2/3 όσων έχουν κάποια γνώση αυτού) και συνεπώς αναμένεται να «ηγηθούν» της διαδικασίας. Ειδικότερα, πρόκειται κυρίως για στρατηγικά δυναμικές επιχειρήσεις με ροπή προς ψηφιοποίηση, καινοτομία και συνεργασίες, οι οποίες ενδιαφέρονται για όλο το φάσμα διαθέσιμων δράσεων, ενώ η πλειοψηφία αυτών έχει διάθεση να συνεισφέρει ίδια κεφάλαια άνω του ελάχιστου 20%. Σημαντικό κρίνεται το γεγονός ότι οι προωθούμενες επενδύσεις τους κινητοποιούνται ακριβώς λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης (μόνο ¼ αφορά υφιστάμενα σχέδια). Από τη μια πλευρά, αυτό είναι θετικό για την αναπτυξιακή συνεισφορά του Ταμείου, ωστόσο αναδεικνύει την ανάγκη καθοδήγησης και «τεχνικής» στήριξης, καθώς μόνο μια μικρή μειοψηφία έχει σχηματοποιημένο επιχειρηματικό πλάνο.
-Το 1/5 του τομέα, παρότι ήδη σχεδιάζει συμβατές επενδυτικές κινήσεις, δεν γνωρίζει ότι μπορεί να ωφεληθεί από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, φανερώνοντας ουσιώδες κενό ενημέρωσης. Ειδικότερα, πρόκειται κυρίως για επιχειρήσεις που «ακολουθούν» με κάποια καθυστέρηση τις τάσεις, εστιάζοντας κυρίως σε βραχυπρόθεσμες στρατηγικές κινήσεις (για παράδειγμα, ενώ επενδύουν δυναμικά στο ηλεκτρονικό εμπόριο, απέχουν από πιο ολοκληρωμένες ψηφιακές λύσεις όπως data analytics).
-Άλλο ένα 1/5 των ΜμΕ χρειάζεται ενεργοποίηση και κατεύθυνση, καθώς ενώ δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το Ταμείο κυρίως λόγω μη συμβατότητας δράσεων με τις ανάγκες του, παράλληλα παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει τις ακριβείς δράσεις του. Ειδικότερα, πρόκειται για επιχειρήσεις που γενικά λειτουργούν «συντηρητικά» – δηλαδή, αποφεύγουν συστηματικά τον κίνδυνο και τις αλλαγές, υιοθετώντας ως στόχο τη σταθερότητα (έναντι της ανάπτυξης).
Συνοψίζοντας, μέσω της έρευνας της ΕΤΕ επιβεβαιώνεται η διάθεση των ΜμΕ να αξιοποιήσουν τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται ως βασικές ανάγκες: i) Η έγκαιρη ενημέρωση και ενεργοποίηση ενός ευρύτερου φάσματος ΜμΕ σχετικά με τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και ii) η «τεχνική στήριξη» (κυρίως ως προς την κατάρτιση επιχειρηματικών σχεδίων) για τις ΜμΕ που δηλώνουν έτοιμες να προχωρήσουν στη χρήση του. Σε αυτή την προσπάθεια σημαντικό είναι να αξιοποιηθεί ο συμβουλευτικός ρόλος των τραπεζών. Ειδικά για επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους, θα απαιτηθεί υπέρβαση δυνάμεων σε όρους νοοτροπίας (π.χ. συνεργασίες) και τεχνικής κατάρτισης, καθώς το έργο που καλούνται να φέρουν εις πέρας είναι αρκετά περίπλοκο.
Η ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των προαπαιτούμενων θα στηρίξει τους νικητές της επόμενης μέρας, καθώς το αναπτυξιακό περιβάλλον της επόμενης δεκαετίας θα ανοίξει την ψαλίδα απόδοσης ανάμεσα στις δυναμικές επιχειρήσεις και σε εκείνες που θα επιλέξουν να μείνουν πίσω. Επίσης θα προσδιορίσει το ποσοστό των ΜμΕ που θα αξιοποιήσουν τελικά το Ταμείο Ανάκαμψης (με το εκτιμηθέν δυνητικό ποσοστό χρήσης του Ταμείου να εμφανίζει μεγάλο εύρος, από 44% ως 84%), αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα στο συγκεκριμένο μερίδιο του επιχειρηματικού τομέα. Συνεπώς, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το μακροοικονομικό αποτύπωμα του Σχεδίου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία – το οποίο αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία ευρείας ενδυνάμωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας.