Η υποεκτέλεση του ΕΣΠΑ και η αδυναμία απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων με ρυθμούς ανάλογους άλλων χωρών της Ευρωζώνης στοιχίζουν ακριβά στην ελληνική οικονομία. Αυτό προκύπτει από την έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το ΙΟΒΕ. Εάν ακολουθούνταν οι ρυθμοί των άλλων οικονομιών του Νότου η συνολική άμεση ενίσχυση του ΑΕΠ θα έφτανε τα 2,6 δισ. και σε βάθος χρόνου τα 6,3 δισ. ευρώ.
Ο συνολικός προϋπολογισμός των συγχρηματοδοτούμενων δαπανών από τα έξι βασικά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία της ΕΕ στην Ελλάδα την Ε’ Προγραμματική Περίοδο 2014 – 2020 είναι 26,2 δισ., εκ των οποίων 21,4 δισ. κοινοτικοί πόροι και 4,8 δισ. εθνική συμμετοχή.
Εξ’ αυτών, έως τις 30/09/2019, περί τα 22 δισ. ή 84% είχαν κατανεμηθεί σε εθνικές δράσεις και προγράμματα. Τα κατανεμημένα κονδύλια κάθε χώρα μέλος έχει δικαίωμα να τα αξιοποιήσει, εφόσον βρεθούν σχετικές επενδύσεις αντίστοιχης αξίας, προς ενίσχυσή τους.
Όμως, οι πραγματοποιημένες σχετικές επενδύσεις στην Ελλάδα την αντίστοιχη περίοδο έφτασαν τα 7,4 δισ. ή 28% του συνολικού προϋπολογισμού, ενώ σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου η υλοποίηση έχει φτάσει το 43% (Πορτογαλία) και 44% (Κύπρος). Στη Φινλανδία έχει υπερβεί το 64% του προϋπολογισμού τους, με αποτέλεσμα η χώρα να αποτελεί μια εκ των βέλτιστων πρακτικών στην αξιοποίηση των Κοινοτικών κονδυλίων. Με εξαίρεση το 2016, η Ελλάδα υστερεί κάθε έτος έναντι των συνεξεταζόμενων χωρών.
Η επίδραση στο ΑΕΠ
Προκειμένου να προσεγγιστούν οι επιδράσεις στην ελληνική οικονομία της υστέρησης στην αξιοποίηση των κεφαλαίων από τα διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία της ΕΕ για την Προγραμματική Περίοδο 2014-2020, πραγματοποιήθηκε η εξής άσκηση. Εκτιμήθηκαν τα αποτελέσματα στο ΑΕΠ από μια από το 2015 έως το γ΄ τρίμηνο του 2019 συνολική πραγματοποίηση του ΕΣΠΑ 2014-2020 ίδιας έκτασης με το μέσο σωρευτικό επίπεδο υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων σε χώρες της περιφέρειας της ΕΕ με οικονομίες με διαρθρωτικά χαρακτηριστικά παρόμοια με την Ελλάδα, (Κύπρος, Πορτογαλία), όπως επίσης στη Φινλανδία.
Στις δύο πρώτες χώρες τη συγκεκριμένη περίοδο είχε διατεθεί σε επενδύσεις το 43% του συγχρηματοδοτούμενου προϋπολογισμού για την Ε’ Προγραμματική Περίοδο. Εάν ο βαθμός υλοποίησης εγχωρίως ήταν ίδιος με αυτόν, συνολικά στην περίοδο 2015 – γ’ τριμ. 2019 οι δαπάνες του ΕΣΠΑ 2014-2020 θα ήταν περίπου 4,0 δισ. ή 53% περισσότερες από όσες πραγματοποιήθηκαν. Αυτές αναλογούν ανά έτος περίπου σε 790 εκατ. ή 0,44% του μέσου ονομαστικού ΑΕΠ το 2015 – 2018.
Περαιτέρω, εάν η Ελλάδα είχε επιτύχει τον ρυθμό υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων της Φινλανδίας (σωρευτικά 64%), θα είχαν διατεθεί στην πενταετία 2015 – 2019 περισσότερες ενισχύσεις περίπου 9,4 δισ. ή 126% παραπάνω από όσες έχουν γίνει έως τώρα. Αυτές αναλογούν ανά έτος σε €1,88 δισεκ. ή 1% του ονομαστικού ΑΕΠ το 2015 – 2018.
Στο ΙΟΒΕ ολοκληρώνεται εντός του πρώτου εξαμήνου του 2020 μελέτη σχετικά με τις επιδράσεις των κεφαλαίων από τα Ταμεία της ΕΕ σε μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτής, έχουν εκτιμηθεί ο βραχυχρόνιος και ο μακροχρόνιος πολλαπλασιαστής των συγχρηματοδοτούμενων δαπανών (κεφάλαια ΕΕ και εθνική συμμετοχή) στο ΑΕΠ. Εφαρμόζοντας τους εκτιμώμενους πολλαπλασιαστές στις παρατηρούμενες αποκλίσεις πραγματοποίησης συγχρηματοδοτούμενων επενδύσεων στην Ελλάδα έως το γ’ τρίμηνο του 2019, συνεπάγεται ότι μια ταχύτερη υλοποίηση του ΕΣΠΑ σε κάθε έτος την περίοδο 2015 – 2019, με ρυθμούς εφαρμογής Κύπρου και Πορτογαλίας, θα είχε ως αποτέλεσμαμια μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,5 δισ. βραχυχρόνια, η οποία σε βάθος 15 ετών θα έφτανε τα 1,3 δισ.
Μια ταχύτερη υλοποίηση, με ρυθμούς Φινλανδίας, θα είχε ως αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ βραχυχρόνια, κατά 1,2 δισ., και έως 3 δισ. μακροχρόνια (15-ετία).
Συνεπώς, στο σύνολο των πέντε ετών στα οποία υλοποιείται το ΕΣΠΑ, εάν ακολουθούνταν οι ρυθμοί των χωρών του νότου της Ευρωζώνης, η συνολική άμεση ενίσχυση του ΑΕΠ θα έφτανε τα 2,6 δισ. και αυτή σε βάθος χρόνου τα 6,3 δισ., ενώ εάν εφαρμόζονταν οι βέλτιστες πρακτικές της Φινλανδίας σε αυτό το θέμα, η βραχυχρόνια επίδραση θα ήταν 6,1 δισεκ., η οποία με προοπτική 15-ετίας θα ανερχόταν έως τα 15 δισ.