Ήταν καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ, το Γέιλ και την Οξφόρδη, σήμερα διδάσκει στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Έχει διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και σύμβουλος του προέδρου Μπιλ Κλίντον, ενώ έχει τιμηθεί με βραβείο Νομπέλ Οικονομίας. Στα 78 του χρόνια ο αμερικανός οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς παραμένει δραστήριος και παρεμβαίνει στη δημόσια συζήτηση.
Προ ετών, με αφορμή την ελληνική κρίση, ξιφουλκούσε εναντίον της «πολιτικής λιτότητας». Σήμερα καλεί τις δυτικές κυβερνήσεις να άρουν τις ευρεσιτεχνίες για εμβόλια κατά της πανδημίας, ώστε να δοθεί η δυνατότητα εμβολιασμού στους λιγότερο προνομιούχους, ακόμη και στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου.
Μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) ο Στίγκλιτς λέει ότι δεν αποδέχεται το κύριο επιχείρημα των υποστηρικτών της «πατέντας», ότι δηλαδή μέσα στο 2021 παράγονται δέκα δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων, ποσότητα που είναι ούτως ή άλλως υπεραρκετή ώστε να εμβολιαστούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. «Η παραγωγή δεν επαρκεί», λέει. «Ασφαλώς υπάρχει πρόβλημα με τη διανομή των εμβολίων, ανησυχώ όταν βλέπω τις ανεπτυγμένες χώρες να πετάνε στα σκουπίδια δόσεις, που θα ήταν απαραίτητες στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η παραγωγή δεν επαρκεί, όταν μάλιστα γίνεται συζήτηση και για ενισχυτική δόση booster. Βλέπετε τις τιμές που έχει προβλέψει η ίδια η Pfizer, ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς παγκοσμίως, για τα δικά της εμβόλια. Οι τιμές αυτές είναι πολλαπλάσιες από το κόστος παραγωγής, για να ζητήσεις τέτοια τιμή πρέπει να υπάρχει έλλειψη του προϊόντος. Άρα και η ίδια η Pfizer εκτιμά ότι θα υπάρξει έλλειψη».
100 κυβερνήσεις ζητούν να αρθεί η πατέντα
Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει ενώσει τη φωνή του με εκείνους που ζητούν την άρση της πατέντας στα εμβόλια. Διαφορετική άποψη έχει η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ. Μάλιστα ο Γιόζεφ Στίγκλιτς υποστηρίζει ότι η καγκελάριος «είναι το πιο σημαντικό εμπόδιο αυτή τη στιγμή. Πάνω από 100 χώρες στηρίζουν την άρση της πατέντας, μεταξύ αυτών οι ΗΠΑ. Πιστεύω ότι εάν η Γερμανία αναθεωρούσε τη στάση της, θα έκαναν το ίδιο και άλλες χώρες. Και τότε θα υπήρχε επαρκής πλειοψηφία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ώστε να περάσει η άρση της πατέντας».
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η αρνητική στάση των Γερμανών οφείλεται σε οικονομικά συμφέροντα, καθώς η εταιρία βιοτεχνολογίας Biontech, που επινόησε το εμβόλιο, έχει την έδρα της στο Μάιντς της Γερμανίας, ενώ λίγο πιο νότια, στο Τύμπινγκεν, η εταιρία Curevac επιχειρεί να αναπτύξει και εκείνη το δικό της εμβόλιο κατά του κορωνοϊού. Ο αμερικανός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι το επιχείρημα δεν έχει βάση: «Μπορεί η Biontech να είναι γερμανική εταιρία, αλλά έχει εκχωρήσει τα δικαιώματα για όλον τον κόσμο – εκτός από τη Γερμανία και ελάχιστες ακόμη χώρες. Κατά συνέπεια η Γερμανία δεν επηρεάζεται. Αν κάποιος επηρεάζεται, αυτός είναι η Pfizer. Αμερικανικές εταιρίες, όπως η Moderna, είναι εκείνες που επηρεάζονται περισσότερο από κάθε άλλον από μία άρση της πατέντας στην τεχνολογία mRNA. Η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση κατέχει σήμερα μία σημαντική ευρεσιτεχνία, την οποία η Moderna χρησιμοποιεί χωρίς να πληρώνει. Αυτό σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι σε θέση ισχύος, εάν πράγματι θελήσει να αναγκάσει την Moderna να μοιραστεί την τεχνολογία αυτή με άλλους…»
«Ο αμερικανικός λαός έχει πληρώσει για το εμβόλιο»
Ένα άλλο επιχείρημα που απορρίπτει ο κορυφαίος αμερικανός οικονομολόγος είναι ότι η φαρμακευτική εταιρία που διανέμει το εμβόλιο ευλόγως αποκομίζει κέρδη, εφόσον έχει επενδύσει και η ίδια σημαντικά ποσά στην εργαστηριακή έρευνα. Κατ’ αρχάς, επισημαίνει ο Γιόζεφ Στίγκλιτς, «η αμερικανική κυβέρνηση, δηλαδή ο αμερικανικός λαός, έχει δαπανήσει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να στηρίξει αυτά τα εμβόλια. Κάποιοι κάνουν λόγο για ‘εμβόλιο του λαού’, γιατί αναπτύχθηκε με τη βοήθεια του αμερικανικού λαού και πολλών άλλων χωρών. Και οι Γερμανοί συνεισέφεραν το δικό τους κομμάτι. Το κόστος της επένδυσης δεν επιβαρύνει αποκλειστικά τις φαρμακευτικές εταιρίες. Το μεγαλύτερο κομμάτι χρηματοδοτήθηκε με κρατικά κονδύλια».
Υπάρχει όμως και ένα άλλο ζήτημα: Στην πραγματικότητα, επισημαίνει ο Γιόζεφ Στίγκλιτς, ακόμη και η άρση της ευρεσιτεχνίας δεν θα άλλαζε άρδην το νομικό καθεστώς της πνευματικής ιδιοκτησίας. Και αυτό γιατί «στη συμφωνία TRIPS (Treatment Related to Intellectual Property) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας προβλέπεται ρητώς τι συμβαίνει με τις πατέντες. Οι εταιρίες δεν χάνουν την πνευματική ιδιοκτησία, αλλά αποζημιώνονται για το ότι κάποιοι άλλοι την χρησιμοποιούν. Είναι μία απόδοση για την επένδυση που έκαναν, είναι κάτι περισσότερο από ένα δίκαιο κέρδος, αλλά δεν είναι σαν να κατέχουν το μονοπώλιο. Εάν τυχόν ενσκήψει νέα πανδημία, θα έχουν και πάλι ισχυρό οικονομικό κίνητρο για να επενδύσουν στο επόμενο εμβόλιο…»