Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να προωθεί σχέδιο «δοκιμαστικής» εξόδου στις αγορές και οι ελληνικές τράπεζες παρελαύνουν σε μια σειρά roadshows στο εξωτερικό προκειμένου να προσελκύσουν επενδυτές, οι ξένοι αναλυτές βλέπουν την όλη προσπάθεια έως και σαν… ανέκδοτο. Χαρακτηριστικό είναι χθεσινό δημοσίευμα του Bloomberg, που επί της ουσίας ειρωνεύεται τις διαρροές της κυβέρνησης για μικρή έκδοση ομολόγων, ενώ και τα μηνύματα από τους ξένους επενδυτές από το πρόσφατο roadshow της HSBC δείχνουν τη σαφή απόστασή τους από οποιονδήποτε ελληνικό τίτλο.
Ξεκινώντας από το μέτωπο των τραπεζών, οι επενδυτές που παρακολούθησαν τις παρουσιάσεις των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ομίλων στο roadshow που οργάνωσε η HSBC στο Λονδίνο, έκαναν σαφές πως αν και δεν έχουν λόγο να αποεπενδύσουν από τις ελληνικές τράπεζες, την ίδια στιγμή δεν βρίσκουν και κανένα κίνητρο να επενδύσουν σ’ αυτές. Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, η υπομονή τους έχει εξαντληθεί, περιμένοντας να ολοκληρωθεί η διαδικασία που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς, ώστε να παγιωθεί το θετικό αποτέλεσμα της επικείμενης αξιολόγησης, η οποία για μια ακόμη φορά καθυστερεί. Το θέμα των καθυστερήσεων είναι αυτό το οποίο δεν τους κάνει απλά επιφυλακτικούς, αλλά δημιουργεί έως και αποστροφή για επενδύσεις στην Ελλάδα. Μπορεί τα βήματα τα οποία έχουν γίνει μετά και την ανακεφαλαιοποίηση να είναι θετικά, όμως το βασικό αγκάθι των «κόκκινων» δανείων εκκρεμεί.
Στις δε παρουσιάσεις που έγιναν, οι βασικές απορίες είχαν να κάνουν με την πολιτική βούληση για την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, αποκομίζοντας για μια ακόμη φορά την αμφιβολία για εμπρόθεσμες κινήσεις. Βλέπουν μια στάσιμη κατάσταση από την οποία απουσιάζει ο καταλύτης που θα ενεργοποιήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον. Και μπορεί να μην εντοπίζουν πολιτική αστάθεια, παρά την εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία, όμως βλέπουν και καθυστερήσεις που άπτονται της πολιτικής αδυναμίας.
Ομόλογα και μετοχές
Την απομάκρυνση των επενδυτών από ελληνικά ομόλογα και μετοχές τοποθετεί σε κεντρικό του άρθρο το Bloomberg, το οποίο σχολιάζει τα περί ενδεχόμενης δοκιμαστικής εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, μετά την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Όπως σημειώνει, τα ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης έχουν φέρει τις χειρότερες αποδόσεις συγκριτικά με όλα τα ευρωπαϊκά κυβερνητικά ομόλογα που παρακολουθούν οι World Bond Indexes του Bloomberg τους τελευταίους τρεις μήνες, ακόμη κι αφότου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να εξασφαλίσει συμφωνία με τους πιστωτές για την εκταμίευση των δανείων έκτακτης ανάγκης τον Ιούνιο.
Όσον αφορά στους μετοχικούς τίτλους, το Bloomberg σχολιάζει ότι «το Χ.Α. ακολουθεί μόνο εκείνα της Νιγηρίας και της Βενεζουέλας στους δείκτες με τις μετοχές με τις χειρότερες αποδόσεις γι’ αυτήν την περίοδο». Τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία έχουν αποκλειστεί από το πρόγραμμα της ΕΚΤ με πρωτοβουλία του Μάριο Ντράγκι, έχουν «κολλήσει» πολύ χαμηλά, στον πάτο του κύματος που ανέβασε τις αγορές χρέους στην Ευρωζώνη. Όσο οι αποδόσεις παραμένουν τόσο ψηλά, ο στόχος της Ελλάδας να βγει στις αγορές ομολόγων την επόμενη χρονιά, δηλαδή πριν βγει από το πρόγραμμα διάσωσης το 2018, θα παραμένει μακρινός, επισημαίνει το δημοσίευμα. Το πρακτορείο κάνει επίσης λόγο για «κολλημένες αξιολογήσεις, καθυστερήσεις σε αποφάσεις για ελάφρυνση του χρέους και πικρία μεταξύ κυβερνήσεων που αλλάζουν και τεχνοκρατών που εκπροσωπούν τους δανειστές. Συνήθεις καταστάσεις σε επτάχρονη κρίση που έχει εξαφανίσει περίπου το ένα τέταρτο της ελληνικής οικονομίας.
Τελικά, αυτοί που εμπιστεύτηκαν τα χρήματά τους σε λανθασμένες ενδείξεις είδαν τις επενδύσεις τους να εξαϋλώνονται, με τελευταίο παράδειγμα την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Το πικρό παρελθόν, συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης του κ. Τσίπρα για διενέργεια δημοψηφίσματος το 2015, που σχεδόν ώθησε τη χώρα εκτός του ευρώ, είναι ένας από τους λόγους που οι επενδυτές απέχουν πλέον» σημειώνει το δημοσίευμα.
Η αβεβαιότητα για την ικανότητα της κυβέρνησης να φέρει αποτελέσματα στις δεσμεύσεις της για δομικές μεταρρυθμίσεις και το επίμονο υψηλό κόστος δανεισμού για το Δημόσιο αλλά και τις ελληνικές επιχειρήσεις επιβαρύνουν μία οικονομία που ήδη ασφυκτιά απ’ το σκληρότερο πρόγραμμα λιτότητας στην ιστορία. Χαρακτηριστικά το Bloomberg φιλοξενεί εκπροσώπους επενδυτικών οίκων που σημειώνουν ότι η επίτευξη μιας διατηρήσιμης οικονομικής ανάκαμψης παραμένει ένα άλυτο ζήτημα – ούτε η κυβέρνηση ούτε οι πιστωτές δείχνουν να ενδιαφέρονται να κοιτάξουν πέρα από τους όρους που έχουν τεθεί για το πρόγραμμα διάσωσης. Επίσης η πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, έπειτα από τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, μπορεί να παρέχει «μία τεχνική στήριξη» στα ελληνικά ομόλογα.
Eπιφυλακτική η Eurobank για AEΠ και QE
Διατήρηση της ανοδικής πορείας του ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο του 2016, αλλά και συμμετοχή το 2017 στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέχρι το ποσό των 5 δισ. ευρώ εκτιμά η ειδική μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, με τίτλο «Ελλάδα: Προοπτικές για το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και το επόμενο έτος – Εγχώρια ανάπτυξη, ορόσημα του προγράμματος, προκλήσεις και επενδυτικές ευκαιρίες».
Όπως αναφέρει, για το σύνολο του έτους 2016 αναμένει αρνητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (τον 8ο τα τελευταία 9 χρόνια) της τάξης του -0,5%, ενώ σε δημοσιονομικό πεδίο αναμένεται επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ για το 2016 και το 2017 αντίστοιχα.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η μελέτη καταδεικνύει ότι η συμμετοχή διαπραγματεύσιμου δημόσιου χρέους στο εν λόγω πρόγραμμα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στις αρχές του 2017 υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στην ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους θα αξιολογήσει θετικά την πρόοδο που έχει σημειωθεί και, δεύτερον, ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος.
Η συνολική εξαγορά ελληνικών τίτλων θα μπορούσε να φτάσει κατ’ ανώτατο όριο περί τα 4,2 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να αυξηθεί σε 5 δισ. ευρώ ή και περισσότερο εάν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ επεκτεινόταν πέρα του Μαρτίου 2017.