Για πρώτη φορά η γερμανική κυβέρνηση δίνει στοιχεία για το κόστος της κρίσης έπειτα από επερώτηση των Πρασίνων. Η Süddeutsche Zeitung εξασφάλισε στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιπτώσεις δεν έχουν ξεπεραστεί στη χώρα.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ανάγκασε τους γερμανούς φορολογούμενους να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Μέχρι τέλος του 2017 το δημόσιο κόστος ανήλθε στα 59 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται εγγυήσεις, δάνεια και κεφαλαιακές ενέσεις. Το ύψος δεν φαίνεται να είναι το οριστικό διότι η χορήγηση βοήθειας δεν έχει ολοκληρωθεί. Νέοι υπολογισμοί εμφανίζουν το ποσό να ξεπερνά τα 68 δισ. ευρώ. «Η τραπεζική κρίση στη Γερμανία δεν έχει παρέλθει» δηλώνει ο Γκέρχαρντ Σικ, εμπειρογνώμων του κόμματος των Πρασίνων σε δημοσιονομικά θέματα.
«Καταστροφικός απολογισμός»
Οι διαπιστώσεις προέρχονται από τη γερμανική κυβέρνηση έπειτα από σχετική ερώτηση του κόμματος των Πρασίνων στη Βουλή. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο δημόσιος κορβανάς της ομοσπονδίας, των κρατιδίων και της αυτοδιοίκησης υφίσταται «αφαίμαξη» για τη διάσωση των εγχώριων τραπεζών. «Ο απολογισμός είναι καταστροφικός» λέει ο Σικ. «Για πρώτη φορά γίνεται εμφανές πόσο βαρύ είναι το τίμημα που καλείται να πληρώσει ο γερμανός πολίτης». Στο κόστος διάσωσης προστίθεται επιπλέον και το έμμεσο κόστος της τραπεζικής κρίσης, δηλαδή απολύσεις και πακέτα διάσωσης, ευρωκρίση, μηδενικά επιτόκια και αυξανόμενα ενοίκια. Τα νέα δεδομένα για την ακριβή διάσωση των τραπεζών περιλαμβάνουν «εκρηκτικά» στοιχεία, μετά τα όσα είπε πρόσφατα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ΄Ολαφ Σολτς για την αναγκαιότητα μεγάλων γερμανικών τραπεζών προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις εξαγωγές στο εξωτερικό.
Αυτό προκαλεί κατάπληξη, δεδομένου ότι η γερμανική οικονομία σημειώνει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. «Αντί να βγαίνουν διδάγματα από τη δημοσιονομική κρίση, ο Σολτς χάνεται σε σκέψεις περί μεγάλων τραπεζών» διαπιστώνει ο βουλευτής των Πρασίνων που επικρίνει τη γερμανική κυβέρνηση, ότι κρύβει πολλές πληροφορίες σε εκθέσεις 42 σελίδων με ατέλειωτες ταμπέλες χωρίς λεπτομέρειες και χωρίς να αναγράφει το συνολικό κόστος της δημοσιονομικής κρίσης.
Ο μακρύς κατάλογος των διασωθέντων τραπεζών
Στο τιμόνι της χώρας ήταν τότε η Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Πεερ Στάινμπρουκ
Ο κατάλογος των τραπεζών που διασώψθηκαν είναι μακρύς. Ανάμεσα σε αυτές των γερμανικών κρατιδίων ανήκουν οι WestLB, SachsenLB, HSH Nordbank, BayernLB και η LBBW. Στήριξη χρειάστηκαν και τα ταμιευτήρια. Επιπλέον ιδιαίτερα αρνητικά αποτυπώθηκε η διάσωση της Hypo Real Estate (HRE). Κεφαλαιακή στήριξη χρειάστηκαν ακόμη οι IKE, Commerzbank, Corealcredit Bank, Aareal Bank και η Hypothekenbank του Ντίσελντορφ. Το ταμείο εγγύησης των καταθέσεων του Συνδέσμου Τραπεζών στηρίζεται σε χρήματα φορολογουμένων. Ο μακρύς κατάλογος φέρνει στη μνήμη μια παρατήρηση της Άγκελα Μέρκελ το φθινόπωρο του 2008:«΄Επεφτα το βράδυ στο κρεβάτι μου με την ανησυχία ποια τράπεζα την επόμενη μέρα θα μου ζητούσε βοήθεια» έλεγε.
Όπως η γερμανική κυβέρνηση αποφεύγει το 2018 να μιλά για διάσωση των τραπεζών άλλο τόσο το 2008 δεν ήθελε να παραδεχθεί πόσο βαθιά οι γερμανικές τράπεζες είχαν μπλεχτεί στα γρανάζια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κατεστημένου. «Η κρίση ξεκίνησε στις ΗΠΑ, κατά συνέπεια θα πρέπει να λυθεί εκεί» έλεγε ο τότε υπουργός Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ, τη δεύτερη ημέρα από την κατάρρευση της Lehman Brothers. Εκείνο το βράδυ ήταν βολικό να μεταθέσει την ευθύνη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δέκα χρόνια μετά έχει γίνει σαφές ότι με την κατάρρευσή της προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη κρίση στον παγκοσμιοποιημένο πλέον πλανήτη. Δέκα χρόνια μετά είναι επίσης σαφές ότι οι επιπτώσεις δεν έχουν παρέλθει, ούτε και στη Γερμανία.
Ειρήνη Αναστασοπούλου