Από την έντυπη έκδοση
Των Νατάσας Στασινού και Έφης Τριήρη
Tα πρώτα βήματα προς την υλοποίηση του οράματος Μακρόν για Ευρωπαίους πρωταθλητές, που θα μπορέσουν να απαντήσουν στον διεθνή και ιδιαίτερα ασιατικό ανταγωνισμό, έρχονται με δύο σημαντικές επιχειρηματικές συμφωνίες. Η πρώτη δημιουργεί έναν γαλλο-γερμανικό άξονα στα σιδηροδρομικά δίκτυα. Η δεύτερη φιλοδοξεί να χτίσει μία γαλλο-ιταλική υπερδύναμη στα ναυπηγεία. Και οι δύο πυροδοτούν αντιδράσεις, αλλά και υψηλές προσδοκίες, καθώς έχουν ως πρωταρχικό στόχο να αποκρούσουν τον κινεζικό δράκο.
Ο γερμανικός κολοσσός Siemens και ο γαλλικός ανταγωνιστής του, Alstom, συμφώνησαν να ενώσουν δυνάμεις, συγχωνεύοντας τις δραστηριότητες σιδηροδρόμων. Θα δημιουργήσουν μία κοινοπραξία, θέτοντας υπό ενιαία στέγη τις υπερταχείες TGV και ICE, καθώς και προηγμένη τεχνολογία. Σε αυτήν η Siemens θα έχει το 50% συν λίγες μετοχές, αποκτώντας έτσι ελαφρύ προβάδισμα στη μετοχική σύνθεση. Διευθύνων σύμβουλος θα είναι ο σημερινός επικεφαλής της Alstom, Ενρί Πουπάρ Λαφάρζ, ενώ ο μη εκτελεστικός πρόεδρος θα προέλθει από τη Siemens. Επιπλέον τα κεντρικά γραφεία της κοινοπραξίας θα είναι στο Παρίσι, όπου θα γίνει και η εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, ενώ σε γαλλικό έδαφος θα παραμείνουν και οι δραστηριότητες τροχαίου υλικού. Από την άλλη, η έδρα των τμημάτων τεχνολογίας και σήμανσης θα είναι στο Βερολίνο.
Σύμβολο υπερηφάνειας
Με την τοποθέτηση Γάλλου στο τιμόνι, το Παρίσι προσδοκά ότι θα μετριαστεί η κριτική για την απόφασή του να παραχωρήσει τον έλεγχο τόσο σημαντικών δραστηριοτήτων στους Γερμανούς. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, έσπευσε να χαιρετίσει τη συμφωνία, υποστηρίζοντας ότι θα προστατευθούν οι θέσεις εργασίας στη χώρα. Αρκετοί βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ωστόσο, δεν άργησαν να εκφράσουν ανησυχία έως και οργή για την απώλεια ελέγχου της υπερταχείας TGV, η οποία θεωρείται σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας. Η γαλλική κυβέρνηση απαντά ότι δεν χάνεται ένας εθνικός πρωταθλητής, αλλά δημιουργείται ένας ευρωπαϊκός, ο οποίος θα μπορεί να απαντήσει στον κινεζικό γίγαντα των σιδηροδρόμων CRRC, του οποίου ο τζίρος προσεγγίζει τα 35 δισ. δολάρια.
Ικανοποίηση
Αυτό επισημαίνει και το Βερολίνο, το οποίο έκανε δεκτή την εξέλιξη με εμφανή ικανοποίηση, αν και επέμεινε στο να υπάρξουν δικλίδες ασφαλείας για τις θέσεις εργασίας. «Η συγχώνευση προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία για το μέλλον, σε ένα περιβάλλον σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού» σχολίασε η Γερμανίδα υπουργός Οικονομίας, Μπριγκίτε Τσίπρις, προσθέτοντας: «Η βάση για αυτό είναι μία ξεκάθαρη στρατηγική, προοπτικές για τους εργαζομένους και διατήρηση της συμμετοχής των υπαλλήλων στις αποφάσεις».
Ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens, Γιόε Κέζερ, αν και υποστήριξε ότι η βάση και η λογική της συμφωνίας είναι καθαρά επιχειρηματική, παραδέχθηκε ότι ο αντίκτυπός της έχει ευρύτερη πολιτική διάσταση. «Η γαλλογερμανική συγχώνευση μεταξύ ίσων στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ποικιλοτρόπως. Θέτουμε σε εφαρμογή την ευρωπαϊκή ιδέα και μαζί με τους φίλους μας στην Alstom δημιουργούμε έναν ευρωπαϊκό πρωταθλητή στη σιδηροδρομική βιομηχανία με μακροπρόθεσμο ορίζοντα» είπε χαρακτηριστικά. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Πουπάρ Λαφάρζ, δηλώνοντας στο CNBC ότι στόχος είναι η δημιουργία ενός «παγκόσμιου ηγέτη» σε μία «άκρως δυναμική αγορά». Απέφυγε πάντως την όποια αναφορά στον ανταγωνισμό εκ Κίνας.
Η κινεζική είσοδος
Ο κινεζικός όμιλος CRRC έχει επιχειρήσει δυναμική είσοδο στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας σημαντικά συμβόλαια τόσο στη Βρετανία όσο και στην Τσεχία. Αρκετοί εκτιμούσαν ότι θα θέσει στο στόχαστρο και τις δραστηριότητες της Alstom. Τώρα θα είναι δύσκολο να επιδιώξει μία κίνηση σε γαλλικό έδαφος. Οι σιδηροδρομικές δραστηριότητες των Alstοm και Siemens εμφανίζουν αθροιστικά ετήσια έσοδα ύψους 15,3 δισ. ευρώ και κέρδη προ φόρων και τόκων ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Στα μεγάλα πλεονεκτήματα της συμφωνίας είναι και το γεγονός ότι οι διεθνείς δραστηριότητες των δύο εταιρειών δεν αλληλοκαλύπτονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Εκτός Ε.Ε., η γαλλική εταιρεία έχει παρουσία σε Μέση Ανατολή, Αφρική, Ινδία και Νότιο Αμερική, ενώ η γερμανική στη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Υπολογίζεται δε ότι θα προσφέρει συνέργειες 470 εκατ. ευρώ ετησίως.
Η Κομισιόν
Η συγχώνευση, που έρχεται μεταξύ άλλων να δώσει τέλος στις συνομιλίες της Siemens με την καναδική Bombardier για μία ανάλογη συνεργασία, γεννά παρ’ όλα αυτά ανησυχίες για υπερβολική συγκέντρωση και στρέβλωση του ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά. Σε αυτό το πεδίο τον λόγο θα έχουν οι Βρυξέλλες. «Πρόκειται για ένα τεράστιο deal, για αυτό και είναι βέβαιο ότι θα το εξετάσουμε με μεγάλη προσοχή» ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εκπρόσωποι των δύο εταιρειών εξέφρασαν πάντως την πεποίθηση ότι η συμφωνία θα λάβει την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών.
Οι αγορές
Με ενθουσιασμό υποδέχθηκε τη συμφωνία και η αγορά. Οι μετοχές της Alstom ανέπτυξαν υψηλότερες ταχύτητες, παρουσιάζοντας ενδοσυνεδριακά άνοδο έως και 9% στο Χρηματιστήριο του Παρισιού, ενώ εκείνες της Siemens ενισχύθηκαν περισσότερο από 2% στη Φραγκφούρτη.
Συμφωνία Γαλλίας – Ιταλίας
Στο μεταξύ, σε συμφωνία κατέληξαν χθες οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανοίγοντας τον δρόμο για μεταβίβαση στην ιταλική Fincantieri αποτελεσματικού ελέγχου στο γαλλικό ναυπηγείο STX France υπό κοινό ιδιοκτησιακό καθεστώς και αυστηρούς όρους. Η συμφωνία αυτή βάζει τέλος σε μία μακρόχρονη διαμάχη που είχε υπονομεύσει τις σχέσεις των δύο χωρών. Οι δύο χώρες ανακοίνωσαν επίσης την πρόθεσή τους να εξετάσουν, έως τον Ιούνιο του 2018, μία πιθανή συγχώνευση του γαλλικού ναυπηγείου Naval Group, που ναυπηγεί πολεμικά πλοία, με τη Fincantieri, όπως ανακοινώθηκε από τη γαλλική προεδρία.
Με βάση τη συμφωνία, η ιταλική εταιρεία Fincantieri θα αναλάβει την ιδιοκτησία του 50%, το γαλλικό κράτος μερίδιο 34,34%, η Naval Group 10% και το προσωπικό του STX μερίδιο 2%, ενώ οι τοπικοί προμηθευτές του STX μερίδιο 3,66%. Για να μπορεί το ναυπηγείο STX να εξασφαλίσει αποτελεσματικό έλεγχο στο 51%, το γαλλικό κράτος θα του παραχωρήσει μερίδιο 1%. Ωστόσο, το Παρίσι θα έχει το δικαίωμα να ζητήσει πίσω αυτό το 1%, στην περίπτωση που η Fincantieri δεν ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της αναφορικά με τις θέσεις εργασίας, με τη διαχείριση ή τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Αναλυτές ωστόσο αναφέρουν ότι είναι αβέβαιο τι θα συμβεί με την ιδιοκτησία του ναυπηγείου εάν το Παρίσι αποφασίσει να ζητήσει να πάρει πίσω αυτό το ποσοστό. Η Naval Group, γνωστή παλαιότερα με το όνομα DCNS, σχεδιάζει και ναυπηγεί υποβρύχια και πολεμικά πλοία της Γαλλίας. H εταιρεία ελέγχεται από το γαλλικό κράτος, ενώ η γαλλική αμυντική εταιρεία Thales έχει μερίδιο στη Naval 35%. Το Fincantieri συμφώνησε τον Μάιο να πληρώσει 79,5 εκατ. ευρώ για την απόκτηση πλειοψηφικού μεριδίου στο STX France, το οποίο και πωλήθηκε μετά την κατάρρευση του μητρικού νοτιοκορεατικού ομίλου STX. Όμως, η προσφορά του ιταλικού κράτους προκάλεσε έντονες ανησυχίες για τις γαλλικές θέσεις εργασίας στην περιοχή Σεντ-Ναζέρ, ενώ και η γαλλική κυβέρνηση είχε εκδηλώσει φόβους για τη στρατηγική σπουδαιότητα του ναυπηγείου, του μοναδικού μεγάλου ναυπηγείου στη Γαλλία που είναι σε θέση να κατασκευάζει αεροπλανοφόρα και άλλα μεγάλα πολεμικά πλοία.
Προηγήθηκε η εθνικοποίηση
Έτσι, η γαλλική κυβέρνηση υπαναχώρησε της συμφωνίας τον Ιούλιο, προβαίνοντας στην απόφαση να εθνικοποιήσει προσωρινά το ναυπηγείο STX France, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο, που προκάλεσε την οργή της Ρώμης. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ εξήγησε τότε ότι η εν λόγω κρατικοποίηση, η πρώτη βιομηχανικού ομίλου στη Γαλλία μετά το κύμα εθνικοποιήσεων του 1981, είχε ως στόχο να υπερασπιστεί τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Η επίλυση της διένεξης για το μέλλον του γαλλικού ναυπηγείου υπήρξε εφεξής προτεραιότητα και για τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και για τον Ιταλό πρωθυπουργό Πάολο Τζεντιλόνι.