Από την έντυπη έκδοση
Των Αγγελικής Κοτσοβού και Γιάννη Παγκαλιά
Δέκα χρόνια μετά την παγκόσμια πιστωτική κρίση και τη μετέπειτα Μεγάλη Ύφεση, που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, συμπαρασύροντας την Ευρώπη στη δίνη της κρίσης χρέους, ο κόσμος μας είναι πιο ασφαλής, αλλά όχι αρκετά.
Tην ημέρα κατάρρευσης της Lehman Brothers το ημερολόγιο έγραφε 15 Σεπτεμβρίου. Σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, η παγκόσμια οικονομία έχει επιστρέψει σε δυναμική ανάπτυξη, χάρη στις συντονισμένες ενέσεις ρευστότητας και τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής χαλάρωσης των μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Οι αρχές ανά τον κόσμο αυστηροποίησαν το πλαίσιο, θωρακίζοντας τις τράπεζες απέναντι σε ένα επόμενο σοκ και βάζοντας φραγμούς στο αλόγιστο ρίσκο.
Μία δεκαετία αργότερα και η Wall Street συνεχίζει το μακροβιότερο ράλι στην ιστορία της. Πίσω όμως από την ευφορία κρύβονται ορισμένοι κίνδυνοι που απειλούν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα με μια νέα κρίση. Η «βόμβα» του χρέους, αλλά και το ενδεχόμενο μιας νέας φούσκας συνιστούν τις κυριότερες και συνάμα γνώριμες απειλές. Υπάρχει φυσικά και ο άγνωστος παράγοντας «Χ», με πολλές και απρόβλεπτες συνισταμένες, όπως οι πολιτικές λαϊκισμού, ο εμπορικός πόλεμος, το γεωπολιτικό ρίσκο και η πρόσφατη κρίση στις αναδυόμενες.
Στα χρόνια προ της κρίσης η αμερικανική κτηματαγορά φαινόταν «ακαταμάχητη» και η συνεχής άνοδος των τιμών στέγης οδήγησε καταναλωτές, τράπεζες και επενδυτές να αυξήσουν τα επίπεδα χρέους. Τα εξωτικά, υψηλού ρίσκου χρηματοπιστωτικά προϊόντα τραβούσαν σαν μαγνήτης επενδυτές από όλον τον κόσμο. Οι πρώτες ρωγμές εμφανίσθηκαν το 2007 όταν οι τιμές κατοικιών στις ΗΠΑ άρχισαν να υποχωρούν, οδηγώντας στην κατάρρευση δύο μεγάλων hedge funds με έκθεση σε subprime ενυπόθηκα χρεόγραφα.
Το καλοκαίρι του 2008 ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν ότι η Lehman Brothers θα κατέρρεε. Με ενεργητικό 639 δισ. δολαρίων και χρέη 613 δισ., αποτελεί τη μεγαλύτερη κρατική πτώχευση στην ιστορία των ΗΠΑ. Η πτώση της Lehman οδήγησε σε ντόμινο γεγονότων, βυθίζοντας την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση, για πρώτη φορά από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ έσπειρε τους σπόρους για την κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τα σπίτια τους, τις δουλειές τους και τις αποταμιεύσεις τους. Ο δρόμος προς την ανάκαμψη ήταν μακρύς και δύσκολος, αλλά η παγκόσμια οικονομία επέστρεψε πρόσφατα σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης.
Τράπεζες: Πιο ασφαλείς αλλά με λιγότερα κέρδη
Οι κεντρικές τράπεζες, ρυθμιστικές αρχές και κυβερνήσεις αναγκάσθηκαν να λάβουν άνευ προηγουμένου μέτρα μετά την κρίση του 2008. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες σήμερα και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο θωρακισμένο. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας Τier 1 έχει αυξηθεί από κάτω του 4% για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες το 2007 σε άνω του 15% το 2017. Οι μεγαλύτερες, συστημικά σημαντικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να έχουν υψηλότερα κεφαλαιακά «μαξιλάρια», ενώ όλες οι τράπεζες διακρατούν άμεσα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας οι περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζες με διεθνείς δραστηριότητες, έχουν περιορίσει τις δραστηριότητες συναλλαγών και την έκθεσή τους σε ρίσκο.
Πολλές όμως τράπεζες με έδρα σε ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν βρει νέα και κερδοφόρα επιχειρηματικά μοντέλα σε μια εποχή που το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι πιο αυστηρό και τα επιτόκια παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) για τις τράπεζες στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει υποχωρήσει περισσότερο από το ήμισυ από την εποχή της κρίσης, σύμφωνα με στοιχεία της McKinsey.
Η πίεση είναι μεγαλύτερη για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, όπου εμφανίζουν ROE 4,4% την τελευταία πενταετία, έναντι 7,9% για τις τράπεζες των ΗΠΑ.
Μια από τις μεγάλες αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό τοπίο μετά την κρίση είναι η δραματική μείωση της διεθνούς δραστηριότητας. Όσο λιγότερο χρήμα κυκλοφορεί εντός κι εκτός συνόρων, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος μιας κρίσης όπως αυτή του 2008.
Από το 2007 οι διασυνοριακές ροές έχουν μειωθεί κατά 53%, αναφέρει η McKinsey στην έκθεσή της. Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν συρρικνωθεί σε μέγεθος.
Από την εποχή της κρίσης έχουν πωλήσει περιουσιακά στοιχεία και δραστηριότητες συνολικού ύψους άνω των 2 τρισ. δολαρίων.
Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε επίπεδα-ρεκόρ
Πολλές από τις αλλαγές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα αξιολογούνται ως θετικές. Οι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές και λιγότερο εκτεθειμένες στον κίνδυνο μετάδοσης μιας κρίσης. Ο βραχυπρόθεσμος διασυνοριακός δανεισμός έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ τα περίπλοκα και αδιαφανή τιτλοποιημένα προϊόντα που οδήγησαν στην κρίση δεν είναι τόσο δημοφιλή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ανακύψει νέοι κίνδυνοι. Πρώτον, το παγκόσμιο χρέος έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα-ρεκόρ.
Και το ανησυχητικό δεν είναι ότι αυξάνονται τα επίπεδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, αλλά και το γεγονός ότι επιδεινώνεται η ποιότητα.
Το παγκόσμιο χρέος ανήλθε στα 247 τρισ. δολάρια στο πρώτο τρίμηνο του 2018, έχοντας ξεπεράσει τα επίπεδα προ της κρίσης, όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου (IIF). Το χρέος νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κυβερνήσεων ανήλθε στα 186 τρισ. δολάρια, ενώ το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα ξεπέρασε τα 60 τρισ. δολάρια.
Με τόσο υψηλό χρέος δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να στηρίξουν τις οικονομίες ώστε να αποφευχθεί μια νέα ύφεση.
Δεύτερον, τα άνευ προηγουμένου μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης έχουν αφήσει τις κεντρικές τράπεζες με ενεργητικό-ρεκόρ 15 τρισ. δολαρίων στους ισολογισμούς τους.
Με εξαίρεση τη Fed, που έχει εγκαινιάσει από τον Δεκέμβριο του 2015 κύκλο αύξησης του κόστους χρήματος, και την Τράπεζα της Αγγλίας, που τον Αύγουστο αύξησε τα επιτόκια στο 0,75%, το κόστος δανεισμού ανά τον κόσμο παραμένει κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γεγονός που σημαίνει ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την αντιμετώπιση ενός νέου σοκ.
Στις τρεις τελευταίες υφέσεις, η Fed μείωσε τα επιτόκια κατά 5%, ενώ προ Lehman η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας είχαν τα επιτόκια στο 4% στην Ευρωζώνη και 5% στη Βρετανία. Με τις «κάνουλες» του QE ανοικτές σε Ευρωζώνη και Ιαπωνία, είναι αδύνατο να επαναληφθεί η αποφασιστική και συντονισμένη δράση των κεντρικών τραπεζών στη διάρκεια της κρίσης, βοηθώντας την παγκόσμια οικονομία να αποφύγει μια βαθιά ύφεση.
Κίνα, ο μεγάλος κερδισμένος
Δεν είναι υπερβολή πως η Κίνα εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο την οικονομική κρίση από το 2008, καθώς δεν είναι μόνο ο ρυθμός που έτρεξε η οικονομία της, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί ως η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, είναι γενικότερα ο ρόλος που άρχισε να διαδραματίζει στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι.
Στη χώρα της Ασίας στη στροφή του καινούργιου αιώνα άρχισε να συντελείται μία μεγάλη αλλαγή στην πολιτική του Πεκίνου όσον αφορά τη δυναμική της Κίνας στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Ήδη από τα τέλη τη δεκαετίας του 1990 παρατηρείται μία μεγάλη μετατόπιση των γραμμών παραγωγής των μεγάλων εταιρειών παγκοσμίως προς την ασιατική χώρα που προσφέρει φθηνό εργατικό δυναμικό και συνεπακόλουθα μικρότερο κόστος παραγωγής.
Το θέλγητρο όμως του φθηνού κόστους εργασίας είχε το τίμημά του, η Κίνα δεν «φιλοξενεί» μόνο τις εγκαταστάσεις των μεγάλων εταιρειών, αντιγράφει και «οικειοποιείται» την τεχνογνωσία τους. Σε όλη αυτή την ενορχηστρωμένη αντεπίθεση που έχει ξεκινήσει, υπάρχει μία παραφωνία. Οι υποδομές του κινεζικού κράτους, δομικές, αστικές και γραφειοκρατικές. Το τελευταίο παζλ στην οικονομική αναρρίχηση της Κίνας έχει ορίζοντα το 2008, χρονιά που το Πεκίνο διοργανώνει τους καλοκαιρινούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Μία χώρα με την πλειονότητα του πληθυσμού της να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, προχωράει σε σαρωτικές αλλαγές εν όψει της μεγαλύτερης αθλητικής διοργάνωσης. Στην κυριολεξία εξαφανίζονται τεράστιες εκτάσεις για να δημιουργηθούν αθλητικές εγκαταστάσεις και μεγάλα αστικά κέντρα που θα φιλοξενήσουν αθλούμενους και θεατές με ταχύτατους ρυθμούς (ακριβώς το αντίθετο από την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Ελλάδα). Με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον πλανήτη -ο οποίος αρχίζει να μετατοπίζεται προς τα αστικά κέντρα- και κατ’ επέκταση τη μεγαλύτερη αγορά σε συνδυασμό με ένα καινούργιο δομημένο κράτος, ξεκινάει η αντεπίθεσή της.
Σε λιγότερο από δέκα χρόνια τα προϊόντα «Made In China» από αντικείμενο χλευασμού, έχουν καταστεί φθηνότερα και πλέον ποιοτικότερα (με την υιοθέτηση της τεχνογνωσίας από τις ξένες εταιρείες). Η βιομηχανική παραγωγή εκτοξεύεται, οι εισαγωγές σε πρώτες ύλες το ίδιο (η ζήτηση αυξάνεται διότι η Κίνα παράγει περισσότερο), η εγχώρια κατανάλωση των Κινέζων πολιτών επίσης γιγαντώνεται και πλέον η χώρα κινείται σε δυτικούς ρυθμούς, με ένα απολυταρχικό όμως καθεστώς το οποίο ακόμα είναι της πολιτικής «παν μέτρον άριστον». Αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας ειδικότερα το διάστημα 2008 – 2010, όταν ακόμα οι δυτικές οικονομίες δεν έχουν καλά καλά συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, να έχει επιδοθεί σε «σπριντ». Το 2008 έτρεξε με ρυθμό 9%, το 2009 με 8,7% και το 2010 με 10,6%. Έκτοτε η οικονομία σταδιακά ρίχνει ρυθμούς, για να φτάσει το 2016 σε ρυθμό 6,7%, ενώ πέρυσι έτρεξε με ρυθμό 6,8%.
Την ίδια ώρα ΗΠΑ και Ε.Ε., με πρωτοφανή μέτρα στήριξης, προσπαθούν να επαναφέρουν τις οικονομίες τους σε προ κρίσης επίπεδα. Η οικονομία των ΗΠΑ το 2008 εισέρχεται σε ύφεση, με 0,3% συρρίκνωση του ΑΕΠ, το 2009 συρρικνώνεται 2,8%, για να επιστρέψει το 2010 σε ανάπτυξη, με ρυθμούς 2,5%. Το 2015 αναπτύσσεται 2,6%, το υψηλότερο επίπεδο στα χρόνια της κρίσης.
Στην Ε.Ε. ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θυμίζει καρδιογράφημα. Το 2008 έτρεξε με ρυθμό 0,4%, το 2009 συρρικνώθηκε κατά 4,4%, ενώ το 2010 επανήλθε σε θετικό έδαφος στο 2,1%, το 2011 0,7%, το 2012 υποχώρησε στο -0,5%, ενώ το 2015 η ευρωπαϊκή οικονομία έφτασε στο υψηλότερο σημείο της στα χρόνια της κρίσης, στο 2,2%.