Η Γερουσία επέστρεψε χθες, Δευτέρα, στο κοινοβουλευτικό της έργο έχοντας ανοιχτή μία από τις πιο φιλόδοξες ατζέντες των τελευταίων ετών, καθώς ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναζητεί τρισεκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες για την αναβάθμιση των υποδομών, με τους Ρεπουμπλικάνους να υπόσχονται μία «σκληρή μάχη» κατά της αύξησης των φόρων για την κάλυψη των σχετικών κονδυλίων.
Ο ηγέτης της πλειοψηφίας των Δημοκρατιών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ ενεργοποίησε τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες μετά από ένα διάλλειμα δύο εβδομάδων για τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου.
Ο ίδιος δήλωσε ότι έχει σημειωθεί πρόοδος, τόσο για ένα διακομματικό πακέτο αναβάθμισης των υποδομών οικονομικού ύψους 1,2 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, αλλά και για το πρώτο βήμα, αναφορικά με ένα άλλο νομοθετικό μέτρο, το οποίο θα ψηφιστεί μόνο με τις ψήφους των Δημοκρατικών.
Αλλά, με δεδομένη την αριθμητική ισορροπία των εδρών στη Γερουσία (50-50), είναι αμφίβολο αν ο πρόεδρος Μπάιντεν θα καταφέρει να επιτύχει το στόχο του για την ψήφιση και των δύο νομοθετημάτων από το αναφερόμενο νομοθετικό σώμα κάποια στιγμή μέσα στον Αύγουστο.
«Αν και όταν το επιτύχουμε, τα πλεονεκτήματα θα προωθηθούν σε ολόκληρη τη χώρα για τις επόμενες γενεές», είπε χαρακτηριστικά ο Σούμερ.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο ηγέτης της μειοψηφίας των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ υποσχέθηκε μία «σκληρή μάχη» σχετικά με την κομματική πρωτοβουλία των Δημοκρατικών, ενώ άφησε ανοιχτή την πιθανότητα της υποστήριξης του για το κοινοβουλευτικά αναδυόμενο διακομματικό νομοσχέδιο.
Οι διαπραγματευτές συζητούν ακόμη τρόπους για τη χρηματοδότηση του κόστους του 1,2 τρισεκατομμυρίου δολαρίων του διακομματικού νομοσχεδίου για τις υποδομές στις ΗΠΑ, σύμφωνα με μέλη του Κογκρέσου και βοηθούς τους.
Η κατάσταση γίνεται πιο πολύπλοκη, καθώς το Κογκρέσο είναι ενδεχόμενο να εμπλακεί ουσιαστικά σε μία πολιτικά διχαστική συζήτηση, σχετικά με την αύξηση της θεσμικής οροφής δανεισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, η οποία λήγει στα τέλη Ιουλίου.
Παρά το γεγονός ότι το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, αναμένεται ότι θα μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση για αρκετές εβδομάδες μετά την 31η Ιουλίου, οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές θα αποκτήσουν σταδιακά μία κλιμακούμενη νευρικότητα, σχετικά με το ενδεχόμενο μιας ενδεχόμενης χρεοκοπίας των ΗΠΑ, για όσο χρονικό διάστημα θα απαιτηθεί προκειμένου το ζήτημα αυτό να επιλυθεί.
Οι Δημοκρατικοί ελέγχουν και τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου με οριακές πλειοψηφίες, ενώ μπορούν να διαχειριστούν μία μικρή απώλεια ψήφων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ το σχετικό περιθώριο είναι μηδενικό για τη Γερουσία, προκειμένου να επιτύχουν την ψήφιση των νομοσχεδίων.
Οι ίδιοι θεωρούν το νομοθετικό πακέτο για την αναβάθμιση των υποδομών ως την πιο σημαντική νομοθεσία που θα προωθηθεί προς ψήφιση στα δύο νομοθετικά σώματα πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές του Κογκρέσου το 2022, οι οποίες θα κρίνουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο νομοθετικών σωμάτων για το δεύτερο μισό της τετραετούς προεδρίας του Μπάιντεν.
Το διακομματικό νομοθετικό πακέτο θα καλύψει τα έξοδα για την αποκατάσταση του οδικού δικτύου, των γεφυρών, αλλά και άλλων παραδοσιακών προγραμμάτων αναβάθμισης των υποδομών, ενώ θα φέρει την πρόσβαση σε ευρυζωνικές υπηρεσίες του διαδικτύου σε περισσότερες αγροτικές περιοχές.
Μία ομάδα Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων μελών του Κογκρέσου (Problem Solvers Caucus) έδωσε την προηγούμενη εβδομάδα μία νέα ώθηση στην κοινοβουλευτική προώθηση του αναφερόμενου νομοθετικού πακέτου.
Από τη μεριά του, ο Μακόνελ δήλωσε πως υπάρχει μία «ικανοποιητική προοπτική» ώστε το διακομματικό νομοσχέδιο να προωθηθεί στην ολομέλεια της Γερουσίας.
Ωστόσο, ο ίδιος προειδοποίησε ότι οι δαπάνες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν χωρίς να επιβαρυνθεί το εθνικό χρέος των ΗΠΑ.
O πρόεδρος της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Γερουσίας Μπέρνι Σάντερς, εκ των πλέον προοδευτικών Δημοκρατικών, αναζητάει άνω των 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε νέες επενδύσεις, ενώ άλλοι πιο μετριοπαθείς Δημοκρατικοί στην επιτροπή του τάσσονται υπέρ μικρότερων επενδύσεων.
Ο ίδιος είχε μία συνάντηση με τον πρόεδρο Μπάιντεν χθες, Δευτέρα ενώ φεύγοντας δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι θα πιέσει «για την πιο ισχυρή κατά το δυνατό νομοθεσία».
Πηγές: Reuters, ΑΜΠΕ