Από την έντυπη έκδοση
Το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες δεν έχουν παρά να αφήσουν την Ελλάδα να ξετυλίγει το νέο της πλάνο για την οικονομία, το οποίο ήδη προκαλεί την αρνητική αντίδραση των αγορών, δυσχεραίνοντας τη διαπραγματευτική τοποθέτηση της Αθήνας.
Με αυτόν τον τρόπο, ο διευθυντής έρευνας του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW Αλέξανδρος Κρητικός περιγράφει στη «Ν» τη στρατηγική της Γερμανίας απέναντι στη νέα ελληνική κυβέρνηση με φόντο τη διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα προσαρμογής.
Εντονος προβληματισμός
Μεταφέροντας το κλίμα από το Βερολίνο, ο κ. Κρητικός μιλά για έντονο προβληματισμό ο οποίος συνοδεύει τις πρώτες εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης, όπως η διακοπή των ιδιωτικοποιήσεων και οι επαναπροσλήψεις στο Δημόσιο.
Σκιαγραφώντας τη στρατηγική την οποία χαράσσει η Γερμανία εν όψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης ανάμεσα στη νέα ελληνική κυβέρνηση και την Ευρωζώνη, ο διευθυντής έρευνας του DIW αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το Βερολίνο και ευρύτερα η Ευρωζώνη «θα παραμείνουν ήρεμοι, σχεδόν σιωπηλοί, και απλώς θα περιμένουν», θεωρώντας ότι όσο θα ξεδιπλώνεται το οικονομικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης τόσο θα ενισχύεται η δική τους διαπραγματευτική δύναμη, υπό την έννοια ότι η αντίδραση των αγορών και οι επιπτώσεις στις χρηματοδοτικές δυνατότητες της Ελλάδας καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο το έργο της Αθήνας στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
«Θα επαναλαμβάνουν καθημερινά ότι το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους δεν βρίσκεται ανάμεσα στις επιλογές και ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
Αν κατά την έναρξη της διαπραγμάτευσης η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώσει ότι δεν προτίθεται να αποπληρώσει το χρέος, τότε το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες θα υπενθυμίσουν ότι η Ελλάδα εξαρτάται από τη χρηματοδοτική υποστήριξη της Ευρώπης», λέει ο κ. Κρητικός, χαρακτηρίζοντας ισχυρό διαπραγματευτικό επιχείρημα για την Ευρωζώνη το γεγονός ότι πολύ σύντομα οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν ανάγκη τη χρηματοδότηση από τον ELA, τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας, η ενεργοποίηση του οποίου απαιτεί την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Κρητικός επισημαίνει ότι το περιβόητο Grexit σίγουρα δεν είναι μια απειλή την οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η Αθήνα στη διαπραγμάτευση με την Ευρωζώνη, καθώς οι συνέπειες θα ήταν σφοδρές για την ίδια την Ελλάδα.
«Η χώρα θα χρειαζόταν να τυπώσει χρήμα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της, γεγονός που θα οδηγούσε σε πληθωρισμό της τάξης του 30%. Σε αυτήν την περίπτωση δεν θα υλοποιείτο η παραμικρή επένδυση στην Ελλάδα, την οποία θα εγκατέλειπαν την ίδια μέρα όλα τα κεφάλαια και σίγουρα όλες οι σύγχρονες και καινοτόμες επιχειρήσεις. Το μονοπάτι της ανάπτυξης θα έκλεινε για πάρα πολύ καιρό. Γι’ αυτό και η πιθανότητα ενός Grexit είναι κάτω του 1%», αναφέρει.
Οι κινήσεις της ΕΚΤ
Ως προς τις τελευταίες πρωτοβουλίες της ΕΚΤ για την ενίσχυση της ρευστότητας στην ευρωπαϊκή αγορά, μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, ο ίδιος σημειώνει ότι η χώρα η οποία επωφελείται περισσότερο είναι τελικά… η Γερμανία, η οποία σε συνδυασμό με το λιγότερο ισχυρό ευρώ έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τις εξαγωγές της.
«Η Ελλάδα δεν έχει να κερδίσει κάτι από αυτήν την πολιτική όσο δεν εφαρμόζει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και εν τέλει δεν δημιουργεί έναν ισχυρό εξαγωγικό τομέα.
Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να “ανοίξει” τις αγορές και να δημιουργήσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για τους επενδυτές και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό είναι άλλωστε το μεγαλύτερο όπλο για να καταπολεμήσει τα μονοπώλια και τις ελίτ, όπως η ίδια ευαγγελίζεται», καταλήγει ο διευθυντής έρευνας του DIW.
Τα εφικτά
Τα «καλά νέα», σύμφωνα με την ανάλυση του διευθυντή έρευνας του DIW, Αλέξανδρου Κρητικού, είναι ότι η Ελλάδα μπορεί μέσα από τη διαπραγμάτευση να πετύχει την επέκταση των ωριμάνσεων και τη μείωση των πληρωμών των τόκων για το υπόλοιπο 56% του ελληνικού χρέους (ήδη έχουν δοθεί περισσότερα από 30 χρόνια στο 44%), όπως και να καταφέρει να συνδέσει την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων με τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, «μια καλή ιδέα η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί προσεκτικά, με τρόπο που να διατηρεί το κίνητρο στη διαχείριση των δημόσιων εσόδων και δαπανών».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ – [email protected]