Skip to main content

Τα κρίσιμα «μέτρα και σταθμά» της δημοσιονομικής εξίσωσης

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
 
Τη δημοσιονομική εξίσωση που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να ανακοινώσει από φέτος την εφαρμογή νέας κλίμακας για τη φορολόγηση των εισοδημάτων του 2020 επιδιώκει να λύσει το οικονομικό επιτελείο. Με δεδομένη πλέον την απόφαση η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 28% στο 24% να ανακοινωθεί επίσημα από τον πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, τα δημοσιονομικά περιθώρια για οποιαδήποτε επιπλέον ελάφρυνση γίνονται ασφυκτικά. Πόσο μάλλον όταν ακόμη δεν έχει «κλειδώσει» η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού και δεν έχει ξεκαθαρίσει αν τα κέρδη από τα ANFAs και τα SMPs θα συνυπολογιστούν το 2020 στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που από μόνο του σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος της τάξεως των 1,2 δισ. ευρώ. 

Από μόνη της, η δέσμευση της κυβέρνησης να μειώσει τον πρώτο φορολογικό συντελεστή της κλίμακας από το 22% στο 9% -ουσιαστικά δημιουργώντας ένα καινούργιο κλιμάκιο για τα εισοδήματα έως και τα 10.000 ευρώ- συνεπάγεται δημοσιονομικό κόστος περίπου 800-900 εκατ. ευρώ. Και αυτό διότι η συγκεκριμένη δέσμευση ευνοεί το σύνολο των μισθωτών και των συνταξιούχων με αποδοχές υψηλότερες του αφορολόγητου (8.680 ευρώ), αλλά και το σύνολο των αυτοαπασχολουμένων. Στον σχεδιασμό της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει και η μείωση του ανώτατου συντελεστή από το 45% που είναι σήμερα στο 43%, παρέμβαση όμως η οποία πολύ δύσκολα θα προχωρήσει μέσα στο 2020, καθώς ο αριθμός των ευνοούμενων είναι μικρός (το μέτρο αφορά μόνο όσους έχουν ατομικό εισόδημα άνω των 40.000 ευρώ) και το δημοσιονομικό κόστος μεγάλο. Μεγάλο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο απαιτεί και η μείωση των ενδιάμεσων συντελεστών από το 39% στο 37% και από το 29% στο 27%. Από την άλλη, δεδομένου ότι έχει ήδη νομοθετηθεί η διατήρηση του αφορολογήτου στα 8.650 ευρώ (μέσω της διατήρησης της έκπτωσης στα 1.900 ευρώ), συζητείται το ενδεχόμενο ένα κομμάτι του αφορολογήτου (πάνω από τα 6.500 ευρώ ή σε όρους έκπτωσης φόρου πάνω από τα 1.250 ευρώ) να δίδεται μόνο υπό την προϋπόθεση συγκέντρωσης μεγαλύτερης αξίας ηλεκτρονικών πληρωμών. 

Ο συντελεστής 9%
Με τη θέσπιση συντελεστή 9% για το τμήμα του εισοδήματος έως τα 10.000 ευρώ, ωφελημένα βγαίνουν όλα τα φυσικά πρόσωπα: 

  •  Το σύνολο των μισθωτών και των συνταξιούχων με ατομικές αποδοχές άνω των 9.000 ευρώ ετησίως θα κερδίσουν έως και 180 ευρώ έκαστος. Το όφελος αυτό θα αποτυπωθεί στο εκκαθαριστικό της μισθοδοσίας του Ιανουαρίου, καθώς θα μειωθεί η παρακράτηση του φόρου ακόμη και κατά 12-15 ευρώ (ανάλογα με το αν ο μισθωτός αμείβεται σε 12 μισθούς όπως συμβαίνει στον δημόσιο τομέα ή σε 14). Προϋπόθεση ότι το ατομικό δηλωθέν εισόδημα ξεπερνά τα 8.500-9.000 ευρώ (καθώς για χαμηλότερα εισοδήματα δεν επιβάλλεται φόρος λόγω της έκπτωσης φόρου των 1.900 ευρώ). Βέβαια, ο αριθμός των ωφελούμενων είναι πολύ μεγάλος ξεπερνώντας τα 2,8 εκατομμύρια. Έτσι, το δημοσιονομικό κόστος από την ελάφρυνση των μισθωτών θα είναι μεγαλύτερο των 500 εκατ. ευρώ. 
  • Στις τάξεις των αυτοαπασχολουμένων, όλοι ανεξαιρέτως θα έχουν οικονομικό όφελος το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 1.300 ευρώ σε ετήσια βάση. Η εφαρμογή συντελεστή 9% θα ωφελήσει το σύνολο των αυτοαπασχολουμένων, καθώς για το τμήμα του εισοδήματος έως τα 10.000 ευρώ προκύπτει όφελος 130 ευρώ ανά 1.000 ευρώ εισοδήματος. Δηλαδή, όποιος έχει κέρδος 2.000 ευρώ τον χρόνο, θα εξοικονομεί 260 ευρώ και όποιος έχει κέρδος 5.000 ευρώ θα εξοικονομεί 650 ευρώ από φόρους. Η έκπτωση μεγιστοποιείται στα 1.300 ευρώ και αφορά όλους όσοι κερδίζουν (ή εμφανίζουν) από 10.000 ευρώ και πάνω σε ετήσια βάση. Το δημοσιονομικό κόστος της έκπτωσης μόνο για τους αυτοαπασχολούμενους μπορεί να ξεπεράσει τα 260 εκατ. ευρώ, αλλά θα φανεί στο εκκαθαριστικό του 2021 καθώς για τους αυτοαπασχολούμενους δεν υπάρχει παρακράτηση. Άρα, και το συνολικό δημοσιονομικό κόστος του μέτρου σπάει σε δύο προϋπολογισμούς. 
  • Ειδικά για τους αγρότες, ο αριθμός των ωφελούμενων δεν θα είναι πολύ μεγάλος, καθώς είναι ελάχιστοι αυτοί που εμφανίζουν ατομικό εισόδημα άνω των 8.600 ευρώ, που είναι το αφορολόγητο όριο και για τους αγρότες. 

Εισφορά αλληλεγγύης
Το εναλλακτικό μέτρο που υπάρχει πάνω στο τραπέζι για την ελάφρυνση των φυσικών προσώπων έχει να κάνει με τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης. Οι εισπράξεις από το συγκεκριμένο «χαράτσι» σε ετήσια βάση ανέρχονται περίπου στα 650 εκατ. ευρώ. Άρα η απόφαση για κατάργηση σε δύο ετήσιες δόσεις προϋποθέτει δημοσιονομικό χώρο 325 εκατ. ευρώ για το 2020 και 325 εκατ. ευρώ για το 2021. Ωφελημένα θα βγουν όλα τα φυσικά πρόσωπα με ατομικό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα δουν άμεσα το όφελος μέσω της παρακράτησης, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι θα περιμένουν και με αυτό το μέτρο μέχρι να εκδοθεί το εκκαθαριστικό του 2021. Η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει από το 2020, αλλά το ψηφισμένο μέτρο (αύξηση του ορίου απαλλαγής στα 20.000 ευρώ και μείωση συντελεστών) καταργήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η διατήρηση του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα. 

Το βάρος στις ηλεκτρονικές πληρωμές
Με δεδομένο ότι το δημοσιονομικό κόστος θα «σπάσει» σε δύο προϋπολογισμούς (αυτόν του 2020 και αυτόν του 2021), η δημοσιονομική επιβάρυνση για το 2020 από τη θέσπιση του καινούργιου κατώτατου κλιμακίου ανέρχεται περίπου στα 500 εκατ. ευρώ, με το υπόλοιπο ποσό των περίπου 300 εκατ. ευρώ να μεταφέρεται για τον προϋπολογισμό του 2021. Το δημοσιονομικό κόστος της επόμενης χρονιάς μπορεί να είναι και μικρότερο, αν προχωρήσει η «ιδέα» για αύξηση του απαιτούμενου αριθμού των ηλεκτρονικών πληρωμών προκειμένου να διασφαλιστεί το αφορολόγητο. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι συντελεστές υπολογισμού των ηλεκτρονικών πληρωμών που υπάρχουν σήμερα καλύπτονται εύκολα από τη συντριπτική πλειονότητα των φορολογούμενων. Αρκεί να σημειωθεί ότι οι ηλεκτρονικές πληρωμές που ενσωματώθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις του 2019 ήταν πάνω από 30 δισ. ευρώ, με το συγκεκριμένο ποσό να αντιστοιχεί περίπου στο 40% των δηλωθέντων εισοδημάτων (ανέρχονται περίπου στα 74 δισ. ευρώ). Όταν οι υποχρεωτικές ηλεκτρονικές πληρωμές υπολογίζονται σήμερα με συντελεστή 10%-20% (και μάλιστα χωρίς να υπάρχει η σχετική υποχρέωση για τους συνταξιούχους οι οποίοι από μόνοι τους δηλώνουν εισοδήματα άνω των 25 δισ. ευρώ) είναι προφανές ότι δύσκολα προβληματίζεται κάποιος για τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές πληρωμές.