Το κόστος της πετρελαιοκηλίδας «δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να εκτιμηθεί, αλλά δυστυχώς ούτε πρόκειται ποτέ και να αποζημιωθεί» δήλωσε ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης, εκτιμώντας ότι «θα πάρει καιρό για να πάψουμε να βλέπουμε τη “μαυρίλα” στη θάλασσα του Πειραιά».
Όπως ανέφερε ο κ. Κορκίδης μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «υπάρχουν σοβαρές παράπλευρες απώλειες για τους επαγγελματίες αλιείς της περιοχής του Αργοσαρωνικού, τους καταστηματάρχες της Πειραϊκής, το γιώτινγκ, τις μαρίνες και τους ξενοδόχους του παραλιακού μετώπου που έχασαν τουλάχιστον ένα επιπλέον μήνα κρατήσεων, λόγω της έντονης οσμής του μαζούτ και κυρίως την αδυναμίας πρόσβασης στην αποκαλούμενη “Αθηναϊκή Ριβιέρα”».
«Μετά από μία εβδομάδα διαφόρων σεναρίων, αυτό που επιβεβαιώνεται είναι ότι πράγματι υπήρχε ολιγωρία, αφού οι πρώτες ώρες ενός τέτοιου συμβάντος είναι καθοριστικές» πρόσθεσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Σημείωσε παράλληλα πως «οι ζημιές που προκάλεσε ένα πλοίο 2.500 τόνων μας προβληματίζουν έντονα, αφού το λιμάνι του Πειραιά θεωρείται από τα ασφαλέστερα, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά στην Ευρώπη και όλο τον κόσμο, ικανό να προστατευτεί από τη θαλάσσια ρύπανση που μπορεί να προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερα τάνκερς».
«Ίσως η κλιμάκωση των μέτρων προς τα κάτω πρέπει να επανεξεταστούν με μεγαλύτερη προσοχή, μιας και το πλοίο θα μπορούσε να ήταν αλλοδαπής σημαίας και να μην είχε καμία σχέση με την Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων» πρόσθεσε.
Ο κ. Κορκίδης σημείωσε πως στο λιμάνι του Πειραιά υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία και υψηλή τεχνολογία για την ασφάλεια από ρύπανση, ώστε σε περίπτωση ατυχήματος να προλαμβάνουν και να αποτρέπουν τέτοιες καταστάσεις, αλλά δυστυχώς, όπως είπε, «προς απογοήτευση όλων και χωρίς να γνωρίζουμε τις συνθήκες, τα μέτρα ασφαλείας δεν λειτούργησαν αποτελεσματικά».
Ωστόσο, κατέληξε, «πιστεύω ότι τα ειδικά συνεργεία, αφού σφράγισαν πλέον το ναυάγιο, μπορούν ακόμα και τώρα να περιορίσουν τη θαλάσσια ρύπανση και την οικολογική καταστροφή».